Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Σχολικά θεατρικά ΜΙΚΡΟΙ ΗΡΩΕΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

                                           ΜΙΚΡΟΙ ΗΡΩΕΣ

    Στον καιρό της κατοχής από τους Γερμανούς, δυο ελληνόπουλα κλέβουν από ένα Γερμανικό καμιόνι μερικά καρβέλια ψωμί. Το θάρρος τους θα τραβήξει το ενδιαφέρον μιας αντιστασιακής οργάνωσης στην οποία και πείθονται να εισχωρήσουν...
                                                                                                           

Παίζουν: ΝΙΚΟΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΛΟΧΙΑΣ, ΓΕΡΜΑΝΟΣ 1, ΓΕΡΜΑΝΟΣ 2, ΠΡΟΚΟΠΗΣ, ΑΡΗΣ, ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ, ΜΑΝΤΑΜ, ΑΦΗΓΗΤΗΣ. (Οχτώ αγόρια, ένα κορίτσι και ο αφηγητής)
 Σκηνικά:   α'  Η γειτονιά μιας πόλης.  β'  Το εσωτερικό ενός σπιτιού του ΄40 
Κουστούμια -υλικά: Ο Βασίλης κι ο Νίκος φορούν κοντά παντελονάκια με τιράντες. Μαύρο βραχιόνιο με την κόκκινη σβάστικα για τους Γερμανούς όπλα και μια βέργα. Ψεύτικο μούσι και μουστάκι για τον Προκόπη ή μακιγιάζ. Δυο καρέκλες. Μια ταμπελίτσα μπλε με τον οδό που γράφει με άσπρα γράμματα ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ κι άλλη μια μικρότερη με τον αριθμό 7
Μουσική επένδυση:   Εποχής
Συγγραφέας: Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)


                                            
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μετά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στα βουνά της Πίνδου και τις νικηφόρες μάχες κατά των Ιταλών, εισβάλουν στην Ελλάδα οι Γερμανοί. Παρόλη και πάλι την γενναία αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών, η χώρα μας τελικά συνθηκολογεί και τότε αρχίζει η μαύρη Κατοχή.
Η πείνα, ο φόβος και ο θάνατος ακολουθούν σε κάθε τους βήμα τον Έλληνα και την Ελληνίδα που δίνουν τον προσωπικό τους αγώνα επιβίωσης. Ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις όλα τα αγαθά πρώτης ανάγκης είναι σε έλλειψη. Το αλεύρι, το λάδι, τα όσπρια, δυσεύρετα. Το κρέας… ανύπαρκτο.
Στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής κατοχής δημιουργείται παράλληλα και η Εθνική Αντίσταση. Σκοπός της, η απελευθέρωση της χώρας μας. Άντρες γυναίκες αλλά και παιδιά στρατεύονται σε αυτόν τον αγώνα ρισκάροντας τη ζωή τους και σε συνεργασία με τους συμμάχους μας, κατασκοπεύουν κι αποσπούν μυστικές πληροφορίες από τους Γερμανούς, κάνουν σαμποτάζ και δολιοφθορές, προκαλώντας σοβαρές πληγές στον κατακτητή.
Οι ήρωες της ιστορίας μας είναι δυο πιτσιρίκια της κατοχής που λίγο η παιδική αθωότητα λίγο ο αυθορμητισμός της ηλικίας, θα τα οδηγήσουν να ζήσουν  μια περιπέτεια που φέρνει τρόμο αλλά και γέλιο…

                                                     (Σκηνικό α΄)
(Ο Νίκος μπαίνει στη σκηνή τρέχοντας με δυο καρβέλια ψωμί στα χέρια κι ένα στη μασχάλη. Σταματά για λίγο αναποφάσιστος πιο δρόμο θα πάρει και μετά βγαίνει από τη σκηνή πάλι τρέχοντας. Στη συνέχεια δυο Γερμανοί στρατιώτες με τον λοχία τους μπαίνουν κι αυτοί στη σκηνή ψάχνοντάς τον. Σταματούν λαχανιασμένοι).
ΓΕΡΜΑΝΟΣ 1: Πού να πήγε; (Ψάχνει)
ΓΕΡΜΑΝΟΣ 2: Καλά πώς τρύπωσε στο φορτηγό;
ΓΕΡΜΑΝΟΣ 1: Είχε πολύ θράσος, Σίγουρα θα έχει και συνεργό.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ 2: Και τις προάλλες πάλι τα ίδια είχαμε.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ 1: Εκείνοι τιμωρήθηκαν.
ΛΟΧΙΑΣ: Πάψτε να μιλάτε και ψάξτε για τους κλέφτες.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ 1: Μάλιστα λοχία.
ΛΟΧΙΑΣ: Αν το μάθει ο διοικητής μας χαθήκαμε… γι αυτό δε χρειάζεται να πούμε τίποτα. Τους αλήτες. Κλέβουν γερμανική περιουσία! Από εδώ, ακολουθήστε με.
(Οι Γερμανοί βγαίνουν από τη σκηνή βιαστικοί. Μπαίνει στη σκηνή πάλι ο Νίκος κοιτώντας προς το μέρος που έφυγαν οι Γερμανοί)

ΝΙΚΟΣ : Κορόιδα Γερμανοί!
(Μπαίνει στη σκηνή κι ο Βασίλης)
ΒΑΣΙΛΗΣ : Εντάξει, φύγανε.
ΝΙΚΟΣ : Το ένα μου ΄πεσε. Μείνανε τρία. Εγώ φταίω… πάρε εσύ τα δυο κι εγώ το άλλο.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Μαζί στο κόλπο στη μέση και η μοιρασιά.
ΝΙΚΟΣ : Εσείς είστε περισσότερα στόματα. Έλα, πάρε τα δυο καρβέλια και πάμε να εξαφανισθούμε.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Και τι θα πούμε στους γονείς μας; Θα μας μαυρίσουν στο ξύλο αν μάθουν ότι ρισκάραμε να τα κλέψουμε.
ΝΙΚΟΣ : Έχουν δίκιο να φοβούνται. Δεν είδες τι έπαθε ο Γιαννάκης που τόλμησε να αρπάξει τη σοκολάτα που έπεσε από την τσέπη του Γερμανού φρουρού;
ΒΑΣΙΛΗΣ : Χαζομάρα του να το βάλει στα πόδια όταν τον αντιλήφθηκε ο Γερμανός.
ΝΙΚΟΣ : Και τι να έκανε; Αφού είχε φάει τη μισή.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Τουλάχιστον πέθανε με τη γλύκα στο στόμα! Τελικά τι θα πούμε;
ΝΙΚΟΣ : Θα πούμε ότι το γερμανικό καμιόνι ταρακουνήθηκε πέφτοντας σε μια λακκούβα και σκόρπισαν τα καρβέλια. Έτυχε να είμαστε εκεί και τα μαζέψαμε.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Και θα μας πιστέψουν; Τελικά δε γλυτώνω τη ζωστήρα!

(Μπαίνει στη σκηνή ο Προκόπης και τους πλησιάζει.)
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Τα είδα όλα.
(Τα παιδιά τρομάζουν.)
ΒΑΣΙΛΗΣ : Όλα… Ξέρετε κύριε για... για...
ΝΙΚΟΣ : Για τα μικρά αδερφάκια μας το κάναμε που πεινάνε.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Ξέρω ξέρω! Χρειάζονται κότσια για να το κάνει κανείς αυτό. Εύγε παιδιά για την τόλμη σας.
ΒΑΣΙΛΗΣ : (Φοβισμένος) Εμείς τώρα να φεύγουμε... Θα... θα μας ψάχνουν οι γονείς μας!
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Σταθείτε ένα λεπτό. Μη φοβάστε. Μισώ τους Γερμανούς όσο δε φαντάζεστε… Με λένε Προκόπη.
ΝΙΚΟΣ : Εμένα Νίκο και τον φίλο μου Βασίλη. Όμως… αργήσαμε. (Κάνει να φύγει)
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Μια στιγμή. Πόσο χρονών είστε;
ΝΙΚΟΣ : Εγώ είμαι μεγάλος. Δεκατρία. Ο Βασίλης είναι μικρός, έντεκα.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Παρόλο το νεαρό της ηλικία σας δε σας λείπει το θάρρος. Θα θέλατε να κάνετε κάτι γι αυτή την πατρίδα μας που αιμορραγεί από αυτούς τους βάρβαρους.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Δε καταλαβαίνω τίποτα!
ΝΙΚΟΣ : Τι εννοείτε;
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Θα σας μιλήσω ευθέως. Θέλω να παραδίδετε κάποια μηνύματα σε κάποιους… όπου κι όταν χρειάζεται. Όσο απλό κι αν μοιάζει τόσο σημαντικό είναι για μας. Μπορεί να μη καταφέραμε να σταματήσουμε την επέλαση των Γερμανών δεν πάψαμε όμως ποτέ να αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση της πατρίδας. Είμαι Έλληνας στρατιώτης. Εγώ και η ομάδα μου συνεργαζόμαστε μυστικά με τους άλλους συμμάχους μας. Υπάρχει ρίσκο σε αυτό που κάνουμε αλλά… πιστέψτε με, αξίζει ο κίνδυνος.
ΝΙΚΟΣ : Δεν… ξέρω. Να μιλήσω πρώτα με τον Βασίλη;
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Και βέβαια. Απλά αν αποφασίσετε να βοηθήσετε την πατρίδα να ξέρετε ότι δεν θα έχει πισωγύρισμα. Ειδάλλως ξεχάστε αυτή τη συνάντηση σαν να μην έγινε ποτέ. Ούτε θα με ξαναδείτε. Το όνομά Προκόπης δεν είναι αληθινό όπως και τα γένια και το μουστάκι μου. Αν μπείτε στην οργάνωση τότε θα δείτε το πραγματικό μου πρόσωπο.
(Ο Νίκος τραβά τον Βασίλη λίγο πιο πέρα)
ΝΙΚΟΣ : Εμένα μου αρέσει η ιδέα.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Είσαι καλά στο μυαλό σου!
ΝΙΚΟΣ : Εσύ, όταν παίζουμε πόλεμο, δεν παριστάνεις συνέχεια τον ήρωα;
ΒΑΣΙΛΗΣ : Εκεί κάνουμε ψέματα.
ΝΙΚΟΣ : Ευκαιρία να γίνεις και πραγματικός ήρωας.
(Γυρίζει ο Νίκος προς τον Προκόπη.)
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Αποφασίσατε;
ΝΙΚΟΣ : Δεχόμαστε!
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Το ήξερα ότι είστε λεβεντόπαιδα. Λοιπόν, σε τρεις μέρες θα συναντηθούμε πρωί πάλι εδώ. (Κάνει ένα νεύμα με το χέρι του κι εμφανίζεται ο Άρης.) Ο Άρης θα σας εκπαιδεύσει.
ΑΡΗΣ : Συγχαρητήρια αγόρια μου για την απόφασή σας. Η πατρίδα θα σας χρωστάει ευγνωμοσύνη. Εγώ θα αναλάβω να σας μάθω κάποια πράγματα χρήσιμα για την ασφάλειά σας. Όταν εκπαιδευτείτε θα εκτελέσετε και την πρώτη σας αποστολή. Μέχρι τότε συνεχίστε να κάνετε ότι κάνατε. Να μην το συζητάτε ούτε καν μεταξύ σας. Οι γονείς τα αδέρφια, οι φίλοι σας, κανείς δεν πρέπει να μάθει τίποτα γι όλα αυτά.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Θα έχουμε και όπλο;
ΑΡΗΣ : Χα χα χα! Όπλο είναι η τόλμη σας. Άλλωστε θα σας προσέχουμε εμείς.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Όπως είπαμε. Σε τρεις μέρες. Άντε πηγαίνετε τώρα στα σπίτια σας να μην ανησυχούν οι γονείς σας.
(Τα παιδιά φεύγουν από τη σκηνή.)
ΑΡΗΣ : Προκόπη τι λες;
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Πιστεύω ότι θα έρθουν. Το λέει η περδικούλα τους! Απλά ξέρεις τη διαφωνία μου Άρη για την στρατολόγηση παιδιών.
ΑΡΗΣ : Ο Τζον είπε ότι είναι αναγκαίο κακό. Έχουν στριμώξει τα πράγματα και τα Ες-Ες έγιναν καχύποπτοι και επικίνδυνοι. Σου υπόσχομαι θα προσπαθήσω όσο το δυνατό γίνεται τα παιδιά να είναι ασφαλή. Άλλωστε δυο αποστολές είναι όλες κι όλες. Ποιος θα τα υποψιαστεί τόσο μικρά και αθώα που είναι. 
(Αποχωρούν από τη σκηνή.)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Νίκος και Βασίλης κρατούν τον λόγο τους, δεν λένε τίποτα σε κανέναν, για τούτη τη συνάντηση και επιστρέφουν μετά από τρεις ημέρες στο ίδιο σημείο για να συναντήσουν τις δυο παράξενες κυρίες. Έτοιμοι να γίνουν ήρωες όπως στα όνειρά τους…
 (Μπαίνει πρώτα  ο Άρης. Πιάνει μια γωνιά και προσποιείται ότι διαβάζει μια εφημερίδα καλύπτοντας έτσι το πρόσωπό του. Σε λίγο μπαίνουν και τα παιδιά.)

ΝΙΚΟΣ : Εδώ δεν είχαμε πει ότι θα τους συναντήσουμε.
(Κλείνει ο Άρης την εφημερίδα του και πάει προς το μέρος τους, ελέγχοντας ταυτόχρονα γύρω του.)
ΑΡΗΣ : (Χαμογελαστός) Το ήξερα παιδιά ότι θα ΄ρθετε. Να μην τα πολυλογώ, πάρτε αυτό το σημείωμα και να το πάτε στην οδό Σαλαμίνος αριθμός 7. Βρίσκεται μόλις δυο τετράγωνα παρακάτω. Θα χτυπήσετε ακριβώς πέντε φορές την πόρτα. Θα σας ανοίξει η μαντάμ Μπέλα. Θα της πείτε το συνθηματικό “εδώ μένει ο Σταύρος;” Αν σας πει “έφυγε με το τρένο για την Θεσσαλονίκη” τότε και μόνο τότε θα περάσετε μέσα. Ειδάλλως ζητήστε συγνώμη για την ενόχληση και φύγετε. Μπαίνοντας θα τις παραδώσετε το σημείωμα και θα αποχωρήσετε. Συνεννοηθήκαμε; Κρύψ΄ το Βασίλη κάπου και ξεκινήστε. Θα τα ξαναπούμε σε τρεις μέρες και πάλι εδώ. Θυμάστε τα συνθηματικά; (τα παιδιά κούνησαν καταφατικά το κεφάλι) Λοιπόν, καλή τύχη!
(Ο Άρης βγαίνει από τη σκηνή. Ο Βασίλης κρύβει το σημείωμα μέσα στο σώβρακό του.)
ΝΙΚΟΣ : Πάντως δε μοιάζει δύσκολο!
ΒΑΣΙΛΗΣ : Θα δείξει. Να πω την αλήθεια φοβάμαι...
ΝΙΚΟΣ : Θυμάσαι την οδό που μας είπε;
ΒΑΣΙΛΗΣ : Σαλάμι... Σαλάμι...
ΝΙΚΟΣ : Σιγά μην είπε και λουκάνικο! Σαλαμίνος μας είπε χαμένε. (Τον τραβά) Έλα πάμε…
(Αποχωρούν κι αυτοί από την σκηνή)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τα παιδιά με το σημείωμα φθάνουν έξω από το σπίτι της κυρίας Μπέλας. Είναι φοβισμένα από την άλλη όμως και περίεργα. Επιστρατεύουν το θάρρος τους, όσο δηλαδή τους έχει απομείνει και χτυπούν την πόρτα…

(Τα παιδιά μπαίνουν στη σκηνή ψάχνοντας)
ΝΙΚΟΣ : Φτάσαμε!
ΒΑΣΙΛΗΣ : Να και το σπίτι. Αριθμός 7.
ΝΙΚΟΣ: Μπράβο! Ξέρεις και μετράς μέχρι το επτά;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Και μέχρι το δέκα! Ένα, δύο, τρία, τέσσερα...
ΝΙΚΟΣ:  Πάψε επιτέλους!
(Ο Νίκος χτυπά την πόρτα πέντε φορές. Εμφανίζεται μια κυρία. )
ΝΙΚΟΣ : Εδώ μένει ο Σταύρος;
ΜΑΝΤΑΜ : Έφυγε με το τρένο για την Θεσσαλονίκη.
 ( Πέφτει η αυλαία.)

                                                   (Σκηνικό β΄ )
(Βρίσκονται πια μέσα στο σπίτι)
ΜΑΝΤΑΜ : Καθίστε παιδιά. Δυστυχώς δεν έχω κάτι εκτός από νερό να σας προσφέρω. Έχω όμως ένα μήλο να το μοιραστείτε. Πάω να σας το φέρω.
(Φεύγει η μαντάμ Μπέλα. Τα παιδιά κάθονται δίπλα δίπλα. Κοιτάζουν αμήχανα γύρω τους.)
ΒΑΣΙΛΗΣ : (Ψιθυριστά.) Νίκο, άντε να δίνουμε το σημείωμα να φεύγουμε. Κάπως περίεργα μου φαίνονται όλα εδώ μέσα.
ΝΙΚΟΣ : Κάτσε πρώτα να πάρουμε το μήλο μας!

(Μπαίνει στη σκηνή ο Γερμανός αξιωματικός κρατώντας το πιστόλι στο αριστερό του χέρι και μια βέργα στο άλλο. Τα παιδιά παγώνουν από το φόβο τους. Πάνε να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Αλτ! Μη κουνηθείτε.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Μα... μα...
ΝΙΚΟΣ : Μάλιστα!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : (Με άγριο ύφος.) Ποιοι σας έστειλαν εδώ; (Τα παιδιά δεν απαντούν.) Ο Προκόπης μήπως; Μιλήστε, τα ξέρω όλα. ( Περνούν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής) Επιμένετε να μη μιλάτε; Καλά λοιπόν. Θα τα ξεράσετε όλα στο θάλαμο βασανιστηρίων.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Ο πα…ο πα…
ΝΙΚΟΣ : Ο πατέρας… μας έστειλε! Να μας δώσει ο Σταύρος ένα μπουκαλάκι λάδι.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Τι λάδι;
ΒΑΣΙΛΗΣ : Καλα… καλα…
ΝΙΚΟΣ : Καλαματιανό!
ΒΑΣΙΛΗΣ : Καλαμποκέλαιο.
ΝΙΚΟΣ : Ναι, ναι! Καλαμποκέλαιο καλαματιανό.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Χα χα χα! Μόνο που δεν υπάρχει κανείς Σταύρος σε αυτό το σπίτι.
ΝΙΚΟΣ : (Γυρνώντας προς τον Βασίλη λέει τάχα.) Καλά σου το έλεγα ρε χαμένε ότι κάναμε λάθος. Ο Σταύρος μένει στο 17!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Ξέρω ότι σας έστειλε ο Προκόπης. Πες τε μου τον λόγο και στη γερμανική μου τιμή, θα σας αφήσω ελεύθερους. (Επικρατεί σιωπή) Άντε γιατί η υπομονή μου άρχισε να εξαντλείται!
(Ο Αξιωματικός Γερμανός κάνει λίγα βήματα μπρος στη σκηνή και κοιτάζει με υπεροπτικό ύφος προς τους θεατές.)
ΝΙΚΟΣ : (Ψιθυρίζει.) Το σημείωμα.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Το σημείωμα, τι;
ΝΙΚΟΣ : Φάτο!
ΒΑΣΙΛΗΣ : Τι να κάνω;
ΝΙΚΟΣ : Βγάλ΄ το και φάτο!
ΒΑΣΙΛΗΣ : Φάτο εσύ.
ΝΙΚΟΣ : Καλά, καλά... Δώσ΄το μου γρήγορα.
(Ο Βασίλης βγάζει με προσοχή από το σώβρακό του το μικρό σημείωμα και του το δίνει κρυφά. Ο Νίκος το βάζει στο στόμα του με μια έκφραση αηδίας, το μασάει και κατόπιν το καταπίνει.)
ΝΙΚΟΣ : Αηδία! Να πλένεσαι και κάπου κάπου!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Σας δίνω ακόμα ένα λεπτό να το σκεφτείτε και μετά.... (χαμογελάει) Κανείς δεν έχει αντέξει τα βασανιστήρια των ναζί. Και μη σκεφτείτε να αποδράσετε. Έξω φυλάει το σπίτι μια διμοιρία Γερμανών.
(Φεύγει από τη σκηνή.)
ΝΙΚΟΣ : Τώρα πια δεν έχουν αποδεικτικά στοιχεία.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Δεν τον άκουσες τον Γερμανό που είπε ότι τα ξέρει όλα!
ΝΙΚΟΣ : Μπλοφάρει. Εμείς πρέπει να κρατήσουμε το στόμα μας κλειστό.
ΒΑΣΙΛΗΣ : Βόηθα Χριστέ μου!
(Μπαίνει ξανά ο Γερμανός αξιωματικός στη σκηνή.)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λοιπόν;
ΝΙΚΟΣ : Σας είπαμε, κάναμε λάθος σπίτι. Αφήστε μας να φύγουμε.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Ώστε επιμένεις! Κι αν σου βάλω το πιστόλι στο κρόταφο;
(Ο Γερμανός πλησιάζει με το πιστόλι προτεταμένο. Τα παιδιά σκύβουν και σφίγγουν τα μάτια. Ο Βασίλης πιάνει τον Νίκο από το χέρι.)
ΝΙΚΟΣ : Κάναμε λάθος σπίτι. Λάθος αριθμό...

(Μπαίνουν στη σκηνή η μαντάμ, ο Προκόπης και ο Άρης.)
ΠΡΟΚΟΠΗΣ : Αρκετά Χρήστο. Τα παιδιά έδειξαν γενναιότητα. Είμαι περήφανος για σας.
(Τα παιδιά ανοίγουν τα μάτια και σηκώνουν αργά το κεφάλι.)
ΑΡΗΣ : Όλο αυτό ήταν μέρος της εκπαίδευσή σας. Θέλαμε να δοκιμάσουμε τα ψυχολογικά σας όρια και αντοχές σας. Περάσατε με άριστα. Μας κάνετε. Μπορούμε πια να σας εμπιστευόμαστε!
ΜΑΝΤΑΜ : Τα ίδια παιδιά μου πέρασα κι εγώ για να μπω στην αντίσταση. Ακόμα το θυμάμαι και τρέμω! Οι πατρίδα απόκτησε δυο μικρούς ήρωες. Πάρτε και το μήλο σας. (το δίνει στον Βασίλη)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μικροί στην ηλικία με μεγάλη όμως καρδιά. Θεωρείστε πια επίσημα μέλη της οργάνωσης.
(Ο Βασίλης που ακόμη δεν έχει συνέλθει από το σοκ, κοιτάζει τον Νίκο που είναι πολύ ανήσυχος στην καρέκλα του.)
ΒΑΣΙΛΗΣ : Τι έχεις; Θέατρο μας έπαιζαν κουτέ! (Δεν παίρνει απάντηση.) Τι συμβαίνει Νίκο; Είσαι καλά;
ΝΙΚΟΣ : (Κρατάει την κοιλιά του.) Το σημείωμα...
ΒΑΣΙΛΗΣ : Το σημείωμα... τι;
ΝΙΚΟΣ : Πρέπει αμέσως να το βγάλω! (Σηκώνεται όρθιος και ψάχνει απεγνωσμένα τριγύρω του.) Τουαλέτα... γρήγορα! Η τουαλέτα που είναι...
(Όλοι ξεκαρδίζονται στα γέλια! Όλοι εκτός από… τον Νίκο που τρέχει πανικόβλητος από δω κι από εκεί ψάχνοντας…)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κανείς δεν ξέρει τι απόγιναν τα παιδιά ούτε την τύχη των άλλων σε αυτό το σπίτι. Το σίγουρο  όμως είναι ότι μας άφησαν βαριά κληρονομιά που συνοψίζεται σε μόλις λίγες λέξεις: Αγώνας για ελευθερία. Αγάπη για την πατρίδα.


                                                      ΤΕΛΟΣ


Σχολικά θεατρικά Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

                               
                               Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ

   Στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό Κομμένο στις 16 Αυγούστου του 1943. Μια ημερομηνία που θα μείνει αλησμόνητη όχι μόνο στη μνήμη των κατοίκων του χωριού, όσων τελικά επέζησαν, αλλά σε όλη την ανθρωπότητα, για να μας θυμίζει τη θηριωδία και τη βαρβαρότητα του πολέμου…
* (Από τους 776 κατοίκους του Κομμένου της Άρτας οι Γερμανοί σκότωσαν 317 όλους αμάχους, ανάμεσά τους γυναίκες, γέρους, μικρά παιδιά ακόμα και βρέφη!)

Παίζουν: ΜΑΝΑ, ΜΗΤΣΟΣ (πατέρας) ΧΡΗΣΤΟΣ (γιος), ΒΑΣΙΛΗΣ (γιος) ΓΙΩΡΓΟΣ, (θείος), ΑΝΘΗ (θεία), ΚΩΣΤΑΣ (θείος), ΛΕΥΤΕΡΗΣ (γείτονας), ΜΑΡΙΑ (γειτόνισσα)
Μουσική επένδυση: δραματική μουσική, εφέ έκρηξης, εφέ πολυβόλου
Σκηνικά: α) Το εσωτερικό ενός παλιού σπιτιού β) το εσωτερικό ενός δεύτερου σπιτιού (μπορεί και το ίδιο σκηνικό με μικρές αλλαγές).
Κοστούμια –υλικά: ρούχα εποχής του αγρού, μαντήλια για τις γυναίκες, τραγιάσκες για τους άνδρες, μπαστούνι, πάνινο μαντήλι, ταγάρι
Συγγραφέας:  Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)                                     


                                                     ( σκηνή α )

(Ακούγονται μόνο οι φωνές τους)
ΜΑΝΑ:  Χρήστο… Χρήστο, πήγε πέντε η ώρα. Σήκω αγόρι μου να πας στα πρόβατα.
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Τι με ξυπνάς βρε μάνα. Είναι η σειρά του Βασίλη.
                                                                  
(Μπαίνει στη σκηνή η μάνα γκρινιάζοντας)
ΜΑΝΑ:  Η σειρά του είναι… αλλά πώς να πάει; Μόλις πριν μια ώρα γύρισε από το πανηγύρι. Μέχρι και τα ρούχα του βρώμαγαν κρασί. Έπεσε ξερός για ύπνο..
 (Μπαίνει στη σκηνή κι ο Χρήστος τρίβοντας τα μάτια του. Η Μάνα ετοιμάζει το κολατσιό του σε ένα μαντήλι.)
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Κι εγώ τι φταίω!
ΜΑΝΑ:  Πήγαινε εσύ σήμερα και στο υπόσχομαι, τις επόμενες τρεις μέρες θα πηγαίνει ο Βασίλης.
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Εμένα ούτε μια φορά δε με αφήσατε στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου να κάτσω παραπίσω.
ΜΑΝΑ:  Σαν θα μεγαλώσεις κι εσύ θα σε αφήνουμε. Άντε τώρα. Πάρε το κολατσιό. Στο καλό!

(Φεύγει ο Χρήστος με το ταγάρι και το κολατσιό και μετά από δευτερόλεπτα χτυπά η πόρτα.)
ΓΙΩΡΓΟΣ: Μήτσο... Μήτσο! (Ξαναχτυπά) Μήτσο, κοιμάστε;
(Ακούγεται η φωνή του Μήτσου .)
ΜΗΤΣΟΣ: Γυναίκα, πήγαινε να ανοίξεις. (Αναρωτιέται.) Τι να θέλει τέτοια ώρα ο Γιώργος;
(Η Μάνα πηγαίνει προς την πόρτα. Εμφανίζεται ο Γιώργος ανήσυχος.)
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Πού είναι ο Μήτσος;
ΜΑΝΑ:  Ντύνεται. Τι έπαθες μες τα άγρια χαράματα;
(Μπαίνει στη σκηνή κι ο Μήτσος.)
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Πάνω από εκατό Γερμανοί με κάνα εικοσαριά φορτηγά κι ένα τζιπ έχουν περικυκλώσει το χωριό! Η Βαγγελιώ είδε έναν Γερμανό αξιωματικό να ανεβαίνει στο καμπαναριό.
ΜΗΤΣΟΣ:  Άσχημα τα πράγματα! Πρέπει να ψάχνουν τους αντάρτες που τους αναγνώρισε πριν λίγες μέρες η γερμανική περίπολος, να κάθονται με τα όπλα στην πλατεία του χωριού μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Μπορεί να νομίζουν ότι ήταν από το χωριό μας. Φοβάμαι για αντίποινα.
ΜΑΝΑ:  Θεός φυλάξει! Μη λες τέτοια...
ΜΗΤΣΟΣ:  Οι Ιταλικές αρχές στην Άρτα μας διαβεβαίωσαν ότι δεν θα υπάρξει καμιά τιμωρία για το περιστατικό αφού δεν ήταν οι αντάρτες από το Κομμένο.
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Δεν ξέρω... Εγώ λέω να φύγουμε από εδώ όσο είναι νύχτα. Να πάμε να κρυφτούμε στα χωράφια με τις πορτοκαλιές κι όταν φύγουν επιστρέφουμε.
ΜΗΤΣΟΣ:  Ποιος πήγε στα πρόβατα;
ΜΑΝΑ:  Ο Χρήστος. Δεν ήθελε να πάει αλλά τι να έκανε αφού ο Βασίλης μόλις πριν λίγο γύρισε.
ΜΗΤΣΟΣ:  Ξύπνα τον κι αυτόν. Πες του να κάνει γρήγορα. Φεύγουμε. Γιώργο τράβα να ετοιμάσεις κι εσύ την οικογένειά σου. Θα συναντηθούμε στο πρώτο γεφυράκι στον αύλακα.
(Φεύγει βιαστικά ο Γιώργος. Μετά ακούγεται μια έκρηξη)

ΜΑΝΑ:  Τι ήταν αυτό;
ΜΗΤΣΟΣ:  Ακούστηκε σαν όλμος!
(Μετά ακούγονται ριπές από οπλοπολυβόλο. Μπαίνει στη σκηνή κι ο Βασίλης ανήσυχος φορώντας μια μπλούζα.)
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Ακούσατε κι εσείς τις ριπές από οπλοπολυβόλο! Καλά τι γίνεται στο χωριό;
ΜΗΤΣΟΣ:  Ήρθαν οι Γερμανοί. Πάρε αμέσως τη μάνα σου και φύγετε. Εγώ δεν θα μπορέσω να σας ακολουθήσω. Το αναθεματισμένο το πόδι μου...
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Θα σε βοηθήσω εγώ πατέρα. Δεν πρόκειται να σε αφήσουμε εδώ. Στην ανάγκη θα σε κουβαλήσω στην πλάτη.
ΜΗΤΣΟΣ:  Να σε καλά λεβέντη μου. Μα...
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Δε πάω πουθενά αν δεν έρθεις κι εσύ. (Του φέρνει το μπαστούνι)
ΜΗΤΣΟΣ:  Καλά, καλά… (στηρίζεται στο μπαστούνι ) Θα. προσπαθήσω να περπατήσω.
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Πού πάμε;
ΜΗΤΣΟΣ:  Στην θεια σου την Ανθούλα, στον Παχυκάλαμο.
ΜΑΝΑ:  Κι ο Χρήστος;
ΜΗΤΣΟΣ:  Γυναίκα, το παιδί θα έχει φθάσει τώρα με τα πρόβατα στο ποτάμι. Εκεί θα είναι ασφαλής. 
                                                             
                                                  ( σκηνή β )
(Βρίσκονται στο σπίτι της Ανθής. Ο πατέρας κι ο Βασίλης κάθονται, η Ανθή κάνει δουλειές του σπιτιού ενώ η Μάνα κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
ΜΑΝΑ:  Είναι απόγευμα και ακόμα δεν έχουμε νέα του. Φοβάμαι!
ΑΝΘΗ:  Αδερφή ησύχασε. Μη γλωσσοτρώς. Καλά θα είναι το παιδί.
ΒΑΣΙΛΗΣ :  Σας είπα να πάω εγώ...
ΑΝΘΗ:  Πού να πήγαινες παιδί μου εσύ με τόσους Γερμανούς εκεί έξω! Ο θείος σου ξέρει τα μονοπάτια μέσα από τα ψαθιά και τις καλαμιές. Θα τον βρει και θα τον φέρει.
(Χτυπάει η πόρτα και μπαίνει ο Κώστας.)

ΜΑΝΑ:  Ο Χρήστος;
ΚΩΣΤΑΣ:  Ηρέμησε. Ξοπίσω μου είναι.
(Εμφανίζεται κι ο Χρήστος. Η μάνα τρέχει και τον αγκαλιάζει.)
ΜΑΝΑ:  Δόξα τον Παντοδύναμο. Ζει!
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Οι Γερμανοί έφυγαν;
ΚΩΣΤΑΣ: Μετά το πλιάτσικο έφυγαν...
ΜΗΤΣΟΣ:  Ο αδερφός μου ο Γιώργος; Η νύφη μου, τα παιδιά τους... Ζουν;
ΚΩΣΤΑΣ:  Δεν ξέρω τίποτα γι αυτούς.
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Πλήθος κόσμος τρομοκρατημένος από την οργή των Γερμανών ερχόταν προς το ποτάμι που το είχαν αφύλαχτο. Γινόταν πανικός. Όσοι ήξεραν μπάνιο ρίχνονταν στο νερό να περάσουν απέναντι ή πιάνονταν από τα πριάρια που μετέφεραν τον κόσμο. Δεκαεπτά πνίγηκαν όταν μια βάρκα αναποδογύρισε. Γέμισε το ποτάμι πτώματα. Θα ξεβράστηκαν τώρα στον Αμβρακικό. Παράτησα κι εγώ τα πρόβατα και βούτηξα. Το ρεύμα του Αράχθου με παρέσυρε αλλά μπόρεσα την τελευταία στιγμή και πιάστηκα από ένα κλαρί που είχε γύρει προς το νερό…
ΜΑΝΑ:  Σε ευχαριστώ Παναγιά μου! (Σταυροκοπιέται.)
ΜΗΤΣΟΣ:  Το... χωριό;
ΚΩΣΤΑΣ:  Μήτσο καταστροφή! Δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω!
ΜΗΤΣΟΣ:  Λέγε, τι έμαθες;
ΚΩΣΤΑΣ:  Σφαγή... Ολοκαύτωμα!
ΜΗΤΣΟΣ:  Λέγε λοιπόν...
ΚΩΣΤΑΣ:  Βρήκα τον Νίκο καθώς πήγαινα. Κατάφερε και γλίτωσε με μια σφαίρα ψηλά στο ώμο. Έξι ώρες οι Γερμανοί σκότωναν αδιάκριτα, χωρίς οίκτο, άντρες, γυναίκες, γέρους, μικρά παιδιά μέχρι και τους αρρώστους και τους ανάπηρους...
ΑΝΘΗ:  Οι θρασύδειλοι!
ΚΩΣΤΑΣ:  Έμπαιναν στα σπίτια και τα λεηλατούσαν. Ασελγούσαν στα κορίτσια που έβρισκαν μπρος στους γονείς τους… Στο τέλος βάζαν φωτιά και καίγανε τα σπίτια μαζί με τον κόσμο μέσα. Φρίκη!
ΜΗΤΣΟΣ:  Τι... τι λες τώρα!
ΚΩΣΤΑΣ:  Δε σεβάστηκαν ιερό και όσιο! Πρώτα σκότωσαν τον παπά. Ακριβώς έξω από τον προπυλώνα της εκκλησιά της Παναγιάς που την κατέστρεψαν κι αυτή. Στην αρχή τον βασάνισαν και μετά τον πυροβόλησαν στο κρόταφο. Κάποιος βρήκε πιο πέρα στο χώμα το αιματοβαμμένο ευαγγέλιο με μια τρύπα από σφαίρα και το συμμάζεψε.
ΑΝΘΗ:  Ακόμα και την εκκλησιά τα κτήνη!
(Χτυπά η πόρτα. Η Ανθή ανοίγει. Μπαίνει ο Λευτέρης με την Μαρία.)

ΑΝΘΗ:  Περάστε γείτονες. Είναι εδώ και η αδερφή μου από το Κομμένο με την οικογένειά της.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Κι εμείς από το Κομμένο ερχόμαστε. Ψάχναμε τον ανιψιό μας τον Αλέξανδρο…  Είχε πάει το βράδυ στο πανηγύρι κι από τότε δεν τον ξανάδε κανείς. Άστα κυρα-Ανθή!  Έχουν ζουρλαθεί από την αγωνία οι γονείς του.
ΑΝΘΗ:  Να σας φέρω κρύο νεράκι. (Φέρνει το νερό.)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Απίστευτη τραγωδία! Συναντήσαμε εκεί τον Σταύρο, τον ψαρά από το κομμένο που πουλά ψάρια και στο χωριό μας. Τριγυρνά ανάμεσα στα πτώματα με το πουκάμισό του κόκκινο από το αίμα. Έχει σαλέψει εντελώς. Του μιλούσα και δεν καταλάβαινε! Δεν μπορεί να το πιστέψει ότι ξεκληρίστηκε όλη του η φαμιλιά.
ΜΑΡΙΑ:  Είπαν ότι είναι πάνω από τριακόσιοι οι νεκροί. Όλα τα σπίτια καμένα. Απανθρακωμένα πτώματα... μερικά διαμελισμένα. Οι δρόμοι έχουν γίνει κόκκινοι από το αίμα!                                                                    
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Μια έγκυο -τον  Σεπτέμβρη θα γεννούσε η κακομοίρα- αφού την σκότωσαν, την ξεκοίλιασαν και της βγάλαν το νεκρό έμβρυο! Τον άλλο τον παπά που είχε έρθει χθες στους συγγενείς του για το πανηγύρι όχι μόνο τον πυροβόλησαν εν ψυχρό αλλά του βγάλανε και τα μάτια! Απίστευτη βαρβαρότητα από τους ναζί. Παρόμοια δεν έχει ξαναγνωρίσει η Ελλάδα.
ΜΑΡΙΑ:  Έκλαιγα σε όλο το δρόμο με αυτά που αντίκρισα. Μέχρι κι αυτή τη στιγμή τα δοκάρια από τα σπίτια σιγοκαίνε. Καπνός και στάχτη. Στάχτη και καπνός. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει η μυρωδιά καμένης σάρκας. Οι συγγενείς τους, όσοι μπόρεσαν και γλύτωσαν κρυμμένοι μέσα στα χαντάκια, στον αύλακα, στα χωράφια και τις καλαμιές ή κατάφεραν και ρίχτηκαν απέναντι από το ποτάμι, επέστρεψαν και τώρα με πόνο και λυγμούς θάβουν τα πτώματα των δικών τους όπου βρουν, μέχρι και στις αυλές των σπιτιών για να μην τα ξεσκίσουν τα σκυλιά.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Πολλά θα μείνουν άθαφτα αφού δεν έχει απομείνει κανείς πλέων συγγενείς να τα θάψει. Ήδη έχουν αρχίσει και μυρίζουν με αυτή τη ζέστη.
ΜΑΡΙΑ:  Πήρα μαζί μου κι ένα τρίχρονο κοριτσάκι που το βρήκα στην αγκαλιά της σκοτωμένης μάνας του. Το καημένο, το καθάρισα από τα αίματα και το άφησα με τα δικά μου παιδιά. Αν δεν το αναζητήσει κάποιος συγγενείς θα το κρατήσω εγώ. Τι τέσσερα στόματα τι πέντε!
ΑΝΘΗ :  Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρό οι Γερμανοί. Αυτό που δεν καταλαβαίνω... γιατί τόσο μίσος!
ΜΗΤΣΟΣ :  16 Αυγούστου 1943 σήμερα. Αυτή τη μέρα θα τη θυμόμαστε σαν ημέρα ντροπής για το ανθρώπινο γένος.
ΜΑΝΑ :  Πάει το σπίτι μας. Τα υπάρχοντά μας! Θυμάσαι Μήτσο με τι κόπο και στερήσεις το φτιάξαμε...  (Βγάζει το μαντήλι και σκουπίζει τα δάκρυά της)
ΜΗΤΣΟΣ :  Αυτά γυναίκα ξαναγίνονται.
ΑΝΘΗ :  Έχει δίκιο ο Μήτσος. Αυτά ξαναγίνονται. Τους νεκρούς ποιος τους γυρίζει πίσω!
ΜΗΤΣΟΣ :  Σηκωθείτε. Πρέπει να πάμε να δούμε τι απόγιναν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί... Μπορεί να μας χρειάζονται τούτη την ώρα. Να βοηθήσουμε τους συγχωριανούς μας. Μαζί στη χαρά μαζί και στη θλίψη.
ΑΝΘΗ :  Θαυμάζω το κουράγιο σου γαμπρέ μου!                                                            
ΜΗΤΣΟΣ :  Έτσι Ανθή μου είμαστε ετούτη η φυλή. Από τη δυστυχία μας παίρνουμε δύναμη και από τις στάχτες ξαναγεννιόμαστε σαν άνθρωποι και σαν έθνος. (Σηκώνεται με τη βοήθεια του μπαστουνιού)  Άιντε! Επιστρέφουμε στο Κομμένο...


                                                        ΤΕΛΟΣ
                                             

Σχολικά θεατρικά ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940


                             ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ


   Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Σε ένα χωριό της Ηπείρου, οι γυναίκες ετοιμάζονται να ξεκινήσουν για τους στρατιώτες μας στο βουνό με σκοπό να καλύψουν κάποιες ανάγκες τους σε φάρμακα και ρουχισμό...


Παίζουν: ΜΑΝΑ, ΕΛΕΝΗ, ΜΑΛΑΜΩ, ΦΡΟΣΩ, ΒΑΣΟΥΛΑ, ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ, ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ, ΘΥΜΙΟΣ, ΔΕΚΑΝΕΑΣ και ΦΑΝΤΑΡΟΣ (7 κορίτσια και 3 αγόρια.)
Σκηνικό: Το δωμάτιο ενός ηπειρώτικου σπιτιού του 1940 με φόντο στο κέντρο χαμηλά το τζάκι αναμμένο και δεξιά ένα μικρό παράθυρο.
Κοστούμια: Δυο στολές στρατιωτικές, και για τα κορίτσια μαντήλια για το κεφάλι.
Εξοπλισμός: Ένα χαμηλό τραπεζάκι (τάβλα) με 3 καρέκλες ή μαξιλάρες. Μια κουρελού. Τρία χαρτοκιβώτια βαμμένα να μοιάζουν ξύλινα. Σχοινί. Μια μάλλινη μπλούζα. Ένας δίσκος με τρία ποτηράκια.
Μουσική επένδυση: “Γυναίκες Ηπειρώτισσες-Μαρινέλλα, άλλα τραγούδια του έπους του ΄40
Συγγραφέας: Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)  


(Έχει νυχτώσει. Στο σπίτι η Ελένη τοποθετεί τα πράγματα στο κιβώτιο. Κρατάει στα χέρια της μια μάλλινη φανέλα.)
ΕΛΕΝΗ : Μάνα, να βάλω και τη φανέλα του παππού;
(Ακούγεται η φωνή της μάνας από το βάθος.)
ΜΑΝΑ : Βάλε την Ελένη. Έχει κι άλλη ο παππούς. (Μπαίνει κι αυτή μέσα στην σκηνή.) Καλά που είναι οι άλλες; Χάσανε τον δρόμο!
ΕΛΕΝΗ : Ηρέμησε μάνα. Θα έρθουν...                                                                   
(Χτυπάει η πόρτα.)
ΜΑΝΑ : Άντε πήγαινε να ανοίξεις.

(Μπαίνουν στη σκηνή και οι υπόλοιπες γυναίκες πλην της Γιαννούλα. Κρατούν δυο κιβώτια.)
ΜΑΝΑ : Καλώς τες κι ας αργήσατε! Αφήστε τα εδώ. Η Γιαννούλα που είναι;
ΜΑΛΑΜΩ : Τις χτύπησα την πόρτα μα δεν άνοιξε. Κοίταξα από το παράθυρο μόνο το καντηλάκι φαινόταν αναμμένο.
ΜΑΝΑ : Καλά. (Ελέγχει τα χαρτοκιβώτια.) Φρόσω. Πόσες κάλτσες μαζέψαμε;
ΦΡΟΣΩ : 58 ζευγάρια... τέσσερις ντουζίνες φανέλες...
ΒΑΣΟΥΛΑ : Και άλλες τρεις ντουζίνες σώβρακα. Η κυρα-Μήτραινα μου έφερε έξι. Θα έφτιαχνε κι άλλα μου είπε αλλά της τέλειωσε το μαλλί.
ΜΑΛΑΜΩ : Και η γιαγιά-Τσόφω ξαναπήρε τη ρόκα στα χέρια της κι ας είναι θεόστραβη. «Αν είναι για τα παλικάρια μας στο μέτωπο θα με βοηθήσει η Παναγιά να δω», μου είπε.
ΜΑΝΑ : Να 'ναι καλά κι αυτή κι όλες όσες βοήθησαν στο χωριό κι ας μην είχαν κάποιες δικούς τους ανθρώπους στο μέτωπο.
ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ : Ο Θύμιος έφερε τα φάρμακα;
ΕΛΕΝΗ : Τον καρτερούμε από ώρα σε ώρα, κυρά Γιώργαινα. Ας ελπίσουμε να μην του κόλλησε το κάρο με τα μουλάρια σε κανένα μονοπάτι κι αργήσει. Καλά, τι χειμώνας είναι τούτος φέτος θεέ μου!
ΦΡΟΣΩ : Χειμώνας λέει! Το τζάκι δεν σταμάτησε στιγμή να καίει. Δεν έκανα όμως καλά το κουμάντο μου. Ως τον Γενάρη θα έχουν σωθεί τα ξύλα. Τα έλεγα στον προκομμένο μου μα εκείνος. τον χαβά του... «Φτάνουν γυναίκα όχι για έναν αλλά για δυο χειμώνες!» (Σταυροκοπιέται.) Ας είναι καλά θεέ μου εκεί στα βουνά που είναι.
ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ : Κι εμένα Φρόσω μου, εκείνη η κατσίκα μου στέρεψε. Θα ναι από το κρύο. Το γάλα δε φτάνει ούτε για τον μικρό όχι για τα άλλα πέντε. Την έχω δέσει τώρα στη αποθήκη που ΄χω τον αργαλειό. Είναι πιο ζεστά εκεί. (Σηκώνει αγανακτισμένη τα χέρια ψηλά.) Μπας και κατεβάσει η σκασμένη γάλα. Αν σταματήσουν να γεννάνε και οι κότες... Χαλασιά μας!                                            ΒΑΣΟΥΛΑ : Σάμπως κι εγώ δεν περιμένω ακόμη το καλαμποκάλευρο από τον μύλο! Από όταν έφυγε ο μυλωνάς για τον πόλεμο μείναμε όλοι πίσω. Ορίστε! Θα ετοίμαζα και καμιά μπομπότα για τα φανταράκια μας...                                    ΜΑΛΑΜΩ : Αχ μωρέ Βασούλα. Τι να κάνει κι εκείνο το φουκαριάρικο. Δεκατριών χρονών νιάνιαρο, με μια μάνα ανήμπορη, πού να εξυπηρετήσει ολόκληρο χωριό.
ΜΑΝΑ : (Θυμωμένη.) Καλά ρε μουρλές τι κάθεστε κι αραδιάζετε τώρα! Συλλογιστείτε λίγο τα παιδιά μας, τους άντρες μας που υποφέρουν εκεί πάνω από κρυοπαγήματα. Από τη μια οι Ιταλοί κι από την άλλη ο χιονιάς... Και κάθεστε και μουτζοκλαίτε!
ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ : Έχεις δίκιο. Έχεις άντρα και γιο στον πόλεμο...
(Επικρατούν λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας.)
ΜΑΝΑ : (Μετανιωμένη) Συμπαθάτε με γυναίκες αν σας φώναξα. Μήπως δε ξέρω τι τραβάτε κι εσείς! (Μετά πάει προς την πόρτα.) Κι εκείνος ο ταχυδρόμος δε λέει να περάσει να μάθω νέα τους. Έχω σκάσει από την αγωνία μου.
ΕΛΕΝΗ : Μη χολοσκάς βρε μάνα. Καλά θα είναι.
(Χτυπάει η πόρτα.)
ΜΑΝΑ : Άιντε να ανοίξεις. Ο Θύμιος θα είναι.

(Η Ελένη βγαίνει για λίγο από την σκηνή κι επιστρέφει με την Γιαννούλα)
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ : Γεια σας!
ΜΑΝΑ : Καλώς την κοκότα. Πού γυρνούσες μωρή νιόπαντρη μεσάνυχτα; Έστειλες τον άντρα σου στον πόλεμο για να ξεπορτίζεις;
(Όλες γέλασαν εκτός από την Γιαννούλα η οποία ξεσπάει σε κλάματα. Η μάνα τρέχει και την αγκαλιάζει.)
ΜΑΝΑ : Τι συμβαίνει Γιαννούλα; Γιατί κλαις καλή μου;
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ : Ο ξάδερφός μου έστειλε γράμμα στη μάνα του. Ήταν στον ίδιο λόχο με τον Γιάννη. Ήρθε από το διπλανό χωριό και με βρήκε η θεια μου! (ξεσπάει σε λυγμούς)
ΜΑΝΑ : Και...
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ : (Κλαίγοντας.) Τον έχουν στο νοσοκομείο στα Γιάννενα. Κινδυνεύει να μείνει σακάτης!
ΒΑΣΟΥΛΑ : Έλα μη κάνεις έτσι. Η Παναγιά θα τον φυλάξει.

(Χτυπά τρίτη φορά η πόρτα. Η Ελένη πηγαίνει κι ανοίγει. Μπαίνει μέσα στη σκηνή ο Θύμιος μαζί με δυο στρατιώτες. Η μάνα πάει προς το μέρος τους να τους υποδεχτεί).                                                               
ΜΑΝΑ : Ελάτε, περάστε. Ελένη, βάλε τους από ένα ποτηράκι τσίπουρο να ζεσταθούν. Ξεπάγιασαν οι καημένοι. Ζυγώστε στο τζάκι.
(Η Ελένη βγαίνει από τη σκηνή.)
ΘΥΜΙΟΣ : Γεια σας κυράδες. Φέραμε τα φάρμακα. Οι στρατιώτες θα μας συνοδεύσουν στο κάρο μέχρι το τελευταίο χωριό. Μετά ξέρετε... Θα συνεχίσετε μόνες σας. Είναι οχτώ κιβώτια και τέσσερα από ότι βλέπω τα δικά σας...
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : (Κουνάει το κεφάλι.) Θα χρειαστεί να φορτωθείτε και από δυο στις πλάτες σας!
ΦΑΝΤΑΡΟΣ : Και το χιόνι γίνεται ώρα με την ώρα πυκνότερο!
ΜΑΛΑΜΩ : Είμαστε συνηθισμένες εμείς οι ηπειρώτισσες παιδιά μου.
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Απότομα τα βουνά, γλιστερά και δύσβατα τα μονοπάτια, πόσο μάλλον να τα διαβεί κάποιος φορτωμένος τη νύχτα. Και πάνω από το κεφάλι σου να πετούν τα ιταλικά αεροπλάνα… Θαυμάζω το θάρρος και το κουράγιο σας!
(Η Ελένη έρχεται με τρία μισογεμάτα ποτηράκια σε έναν δίσκο και τους σερβίρει.)
ΒΑΣΟΥΛΑ : Δεκανέα. Έχετε νέα από το μέτωπο;
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Όλες οι επιθέσεις των Ιταλών αναχαιτίστηκαν επιτυχώς.
ΦΑΝΤΑΡΟΣ : Ο Μουσολίνι έχει γίνει θηρίο. Τώρα στέλνει κι άλλους αλπινιστές.
ΘΥΜΙΟΣ : (Χαμογελάει.) Ας έρθουν άμα κοτούν, να γευτούν κι αυτοί την ξιφολόγχη του τσολιά!
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Το πρόβλημα είναι με τα αεροπλάνα τους, αλλά κι αυτά στα τυφλά βομβαρδίζουν!
ΦΑΝΤΑΡΟΣ : Ο πραγματικός εχθρός μας είναι οι πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες...
ΘΥΜΙΟΣ : Ελάτε γυναίκες ας μη καθυστερούμε. Πρέπει να φτάσετε στους στρατιώτες μας πριν τα χαράματα. Στην υγειά σας!
(Σηκώνουν και οι τρεις τους ψηλά τα ποτήρια.)
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Με τη νίκη ηρωίδες μας!
ΟΛΕΣ : Με τη νίκη λεβέντες μας!
ΜΑΝΑ :Δεν έχουν ιδέα οι καημένοι οι Ιταλοί με ποιες τα βάλανε!
ΘΥΜΙΟΣ : Δε θα ΄θελα ποτέ να βρισκόμουν στη θέση τους. Χα χα χα!
(Γελούν όλοι. Στο τέλος οι γυναίκες φορτώνονται στην πλάτη τους τα κιβώτια και ξεκινούν. Ακούγεται το τραγούδι «Γυναίκες ηπειρώτισσες»)

                                                    
                                                  ΤΕΛΟΣ
                                                         


Σχολικά θεατρικά ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΕΝΗ ΠΙΝΔΟΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

                                ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ ΠΙΝΔΟΣ

    Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Πίνδος. Μέτωπο. Μια προωθημένη ομάδα Ελλήνων ανιχνευτών θα λάβει διαταγή να υπερασπιστεί ένα ύψωμα υψίστης σημασίας...

Παίζουν: Υπολοχαγός, Λοχίας, Δεκανέας, Σπύρος, Χρήστος, Κώστας, Βασίλης, Ασυρματιστής, Τοπογράφος, Βαγγέλης και Γιάννης. (Σύνολο 11 αγόρια.)
Σκηνικό: Θάμνοι και πίσω η οροσειρά της Πίνδου.
Κουστούμια: Στρατιωτικές στολές.
Μουσική επένδυση: Τραγούδια εποχής του ΄40 , ήχος αεροπλάνων, ήχοι μάχης, ήχος σφαίρας.
Συγγραφέας: Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)

(Στη σκηνή βρίσκεται ο υπολοχαγός, με τον λοχία, ο Σπύρος, ο Χρήστος με τον Κώστα που συζητούν βαδίζοντας αργά, ο ασυρματιστής, ο τοπογράφος, ο Γιάννης που λαγοκοιμάται, ο Βαγγέλης που γράφει απόμερα ένα γράμμα.)
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Γύρισε ο τρίτος ανιχνευτής;
ΛΟΧΙΑΣ: Ακόμη κύριε Υπολοχαγέ.
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Όταν επιστρέψει Λοχία, να έρθει αμέσως να με βρει. Θα είμαι στη σκηνή.

(Φεύγει ο υπολοχαγός και ο λοχίας σε αντίθετη κατεύθυνση, ενώ μπαίνει ο δεκανέας φωνάζοντας.)
ΔΕΚΑΝΕΑΣ. Σπύρο, Γιάννη!
ΣΠΥΡΟΣ: Μάλιστα δεκανέα.
ΔΕΚΑΝΕΑΣ: Ο Γιάννης που είναι;                                                                       
ΣΠΥΡΟΣ: Ο ναρκαλιευτής;
ΔΕΚΑΝΕΑΣ: Ναι ο Πρεβεζάνος.
ΣΠΥΡΟΣ: Εκεί στους θάμνους λαγοκοιμάται. Όλο το πρωί εξουδετέρωνε νάρκες. Κουράστηκε.
ΔΕΚΑΝΕΑΣ: Πες του θα κοιμηθεί μετά όσο θέλει. Δε θα κάνει βραδινό νούμερο. Τώρα όμως πρέπει να πάτε να αλλάξετε τους άλλους σκοπούς στην ανατολική σκοπιά.
ΣΠΥΡΟΣ: Καλά, πάω να τον φωνάξω.
(Πηγαίνει τον παίρνει και πάνε στη σκοπιά που βρίσκεται στην άκρη της σκηνής.)

ΧΡΗΣΤΟΣ: Σε αυτά τα βουνά ανέβαινε συχνά ο πατέρας μου. Κατάγομαι από την Ήπειρο. Με ένα όπλο του παππού από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και λίγες σφαίρες κυνηγούσε αγριογούρουνα.
ΚΩΣΤΑΣ: Είχες πάει ποτέ μαζί του;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Δε με έπαιρνε. Ήταν έλεγε, πολύ επικίνδυνο... Πού να ήξερε ότι θα ερχόμουν εδώ πάνω ανάμεσα σε εκατοντάδες πολύ πιο επικίνδυνα γουρούνια!
ΚΩΣΤΑΣ: Στην Αθήνα Χρήστο τι δουλειά κάνεις;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Νερουλάς! Μέχρι και πριν εφτά χρόνια είχα μια βοϊδάμαξα γεμάτη με βαρέλια νερό. Τριγυρνούσα στις γειτονιές και ξεδιψούσα την Αθήνα! Τώρα έχω μηχανοκίνητη υδροφόρα. Εσύ Κώστα;
ΚΩΣΤΑΣ: Είμαι από την Κεφαλλονιά. Ψαράς στο επάγγελμα. Έχω μια μηχανότρατα. Την δουλεύουμε οικογενειακός με τα δυο αδέρφια μου και τον πατέρα καπετάνιο. Τώρα που μας επιστράτευσαν έμεινε μόνος ο γέρος με την τράτα δεμένη στο λιμάνι.

(Μπαίνει ο Βασίλης στη σκηνή φωνάζοντας.)
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ασυρματιστής! (Τον πλησιάζει.) Σε θέλει ο λοχίας.
ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ: Τι με θέλει πάλι;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Να σου δώσει παράσημο! Εσύ τι λες να σε θέλει;
ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ: Μα πριν μια ώρα επικοινωνήσαμε με το αρχηγείο!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Δεν ξέρω. Πάντως δείχνει ανήσυχος.
ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ: Πάντα έτσι είναι αυτός.                                                          ΒΑΣΙΛΗΣ: Τι λένε στα κεντρικά για τον καιρό;
ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ: Περιμένουν Βασίλη μεγαλύτερη επιδείνωση του καιρού. Η Πίνδος θα γίνει ολόλευκη. Μέχρι χαμηλά στα πεδινά θα φτάσει το χιόνι.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Μείον δύο έχει τώρα. Έτσι μου είπε πριν λίγο ο Δεκανέας. Πόσο παρακάτω θα πάει!

(Ο τοπογράφος πλησιάζει τον Βαγγέλη.)
ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ: Γράφεις;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Με τα λιγοστά γράμματα που ξέρω!
ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ: Στη γυναίκα σου;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Στη μάνα μου. Μένουμε μαζί στην Πάτρα. Ορφάνεψα μικρός. Μέρα νύχτα δουλειά να τα βγάλω πέρα. Τώρα η καημένη έμεινε μόνη της. Η αδερφή μου είναι παντρεμένη στην Καλαμάτα.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ: Είσαι παντρεμένος;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Πέντε χρόνια αρραβωνιασμένος! Μάζευα χρήματα να προικίσω την αδερφή μου. Όταν επιστρέψω λέω να βάλω κι εγώ στεφάνι. Το αποφάσισα.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ: Με το καλό φίλε μου.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εσύ; Από πού είσαι;
ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ: Από τη Άρτα. Δουλεύω και σπουδάζω στην Αθήνα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Τι σπουδάζεις;
ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ: Τοπογράφος μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ : Α, γι αυτό σε βάλανε χαρτογράφο στο στρατό.

(Στην άκρη της σκηνής οι σκοποί.)
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κάποιος έρχεται! Σπύρο, κρύψου στους θάμνους να με καλύπτεις από εκεί. Αλτ!
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: Σκοπός! Ο Ανιχνευτής είμαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Πλησίασε με τα χέρια ψηλά. Σύνθημα..
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: (Λαχανιασμένος) Ιόνιο Πέλαγος!                                                ΓΙΑΝΝΗΣ: Κάνε τρία βήματα μπροστά. Αλτ! Παρασύνθημα...
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: (Μπαίνει στη σκηνή με τα χέρια ψηλά.) Ποσειδώνας!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εντάξει. Κατέβασε τα χέρια. Καλώς τον.
(Βγαίνει από τους θάμνους κι ο Σπύρος.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: (Λαχανιασμένος.) Πάω στον Λοχία. Εσείς να έχετε το νου σας.
ΣΠΥΡΟΣ: Τι είδες εκεί; Μας έχουν πλησιάσει οι Ιταλοί; Είναι πολλοί;
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: Το νου σας! Τίποτε άλλο. (βγαίνει από τη σκηνή)
ΓΙΑΝΝΗΣ: Καλά γιατί μας λέει συνέχεια το νου μας!
ΣΠΥΡΟΣ: Δεν καταλαβαίνεις; Ή ο εχθρός πρέπει να βρίσκεται κοντά ή ετοιμάζεται για επίθεση... Τα μάτια μας δεκατέσσερα!

(Μπαίνει στη σκηνή ο Υπολοχαγός, Από την αντίθετη μεριά μπαίνει κι ο Λοχίας)
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Λοχία; Ακόμα να γυρίσει ο ανιχνευτής;
ΛΟΧΙΑΣ: Ακόμα κύριε Υπολοχαγέ. Α! μια στιγμή... Να τος, έρχεται!
(Ο ανιχνευτής μπαίνει ξανά στη σκηνή)
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Έλα παιδί μου. Πάρε πρώτα μια ανάσα και πες μου τι είδες;
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ: (Χαιρετάει.) Μας έχουν αντιληφθεί κύριε Υπολοχαγέ! Έχουν στείλει καμιά τριανταριά στρατιώτες τους να φυλάνε το γεφύρι, άλλους τόσους στα νώτα μας στο φαράγγι και οι υπόλοιποι ετοιμάζονται να επιτεθούν από ανατολικά.
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Πάνε να μας περικυκλώσουν και να μας κόψουν κάθε έξοδο διαφυγής. Καλά το είχα καταλάβει. Πρέπει να ειδοποιήσω το αρχηγείο. Μόνο τα αεροπλάνα μας μπορούν να τους ανακόψουν. Αρκεί να μπορέσουν να πετάξουν με αυτόν τον παλιόκαιρο. Λοχία ειδοποίησε πάλι τον ασυρματιστή και διπλασίασε τις σκοπιές. Όλοι οι στρατιώτες να βρίσκονται σε επιφυλακή. Εσύ παιδί μου έλα μαζί μου να μου τα πεις αναλυτικά.
(Ο υπολοχαγός με τον λοχία και τον ανιχνευτή βγαίνουν από τη σκηνή.)

ΧΡΗΣΤΟΣ: Μπορεί κάποιος να μας πληροφορήσει τι συμβαίνει;
ΚΩΣΤΑΣ: Ο Λοχίας δε βγάζει λέξη. Είπε ότι θα μας ενημερώσει ο Υπολοχαγός. Θα ετοιμάζονται οι Ιταλοί για επίθεση.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Άρα ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε.                                                ΚΩΣΤΑΣ: Ε μάλλον.

(Επιστρέφουν ο υπολοχαγός με τον λοχία, τον ασυρματιστή και τον ανιχνευτή στη σκηνή.)
ΛΟΧΙΑΣ: Άντρες προσοχή!
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Ανάπαυση παιδιά. Θα σας ενημερώσω λίγο για την κατάσταση. Ο εχθρός κάνει σπασμωδικές κινήσεις. Μας έχει αντιληφθεί. Σκοπός του είναι να μας αποκόψει και να μας αιφνιδιάσει. Θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Τι εννοείτε; Θα παραμείνουμε;
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Αυτή τη διαταγή έχω.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Μα εμείς είμαστε μια μικρή ομάδα ανιχνευτών! Με ελαφρύ οπλισμό. Δε νομίζω να πιστεύει κανείς ότι μπορούμε να κρατήσουμε εκατοντάδες πάνοπλους Ιταλούς.
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Και στις Θερμοπύλες λίγοι ήταν μα πόσες φορές νίκησαν τις στρατιές των Περσών! Στρατιώτες, έχει ξεκινήσει ήδη το πεζικό. Και πιο πίσω ακολουθεί το πυροβολικό.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Μα χρειάζονται πολλές ώρες να φτάσουν!
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Οι εντολές είναι σαφείς. Πάση θυσία πρέπει να κρατήσουμε το ύψωμα μέχρι να καταφθάσει βοήθεια.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Είναι τρελό...
ΛΟΧΙΑΣ: Σταμάτα Βασίλη!
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Καταλαβαίνω την ανησυχία σας. Όμως η ελευθερία έχει μεγάλο τίμημα. Θέλει ηρωισμούς και αυτοθυσίες. Πρέπει να την ποτίσεις με αίμα! Άντρες, ας είμαστε αισιόδοξοι. Ο Ταγματάρχης μου υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει να στείλει κι ένα-δυο αεροπλάνα. Ήδη έχω δώσει συντεταγμένες.
ΧΡΗΣΤΟΣ: (Κοιτάζει ψηλά.) Ακούω αεροπλάνα! Φτάσανε κιόλας!.
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Εχθρικά είναι. Όλοι κάτω! Καλυφτείτε... Ασυρματιστής, μαζί μου.
ΛΟΧΙΑΣ: Σκορπιστείτε στους θάμνους. Χαμηλά τα κεφάλια.
ΔΕΚΑΝΕΑΣ: Το οπλοπολυβόλο να έρθει μπροστά!
ΣΚΟΠΟΣ: Ορατός ο εχθρός στα διακόσια μέτρα!
ΥΠΟΛΟΧΓΟΣ: Λοχία με κάλυψε τα νώτα μας. Ας τους αιφνιδιάσουμε πρώτοι! Σχηματισμός επίθεσης. Το οπλοπολυβόλο να μας καλύψει. Άντρες, ευ όπλου λόγχη. Αέρα!
ΟΛΟΙ: Αέρα!

(Φεύγουν όλοι από τη σκηνή. Ακούγονται για ένα δυο λεπτά πολυβόλα, αεροπλάνα, τουφέκια... Κάποια στιγμή παύουν. Ο Υπολοχαγός επιστρέφει στη σκηνή. Τραυματισμένος παραπατά ψάχνοντας τους άντρες του. Μοιάζει να έχει τρελαθεί.)
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ: Λοχία! Λοχία! Πού είσαι αναθεματισμένε! Πού είναι οι άντρες μου; Λοχία! Έφυγες κι εσύ μαζί τους; Εμένα γιατί με αφήσατε εδώ!
(Ακούγεται ένας πυροβολισμός. Πιάνει το στήθος του. Χτυπημένος από τη σφαίρα πέφτει στα γόνατα.) Λοχία, περιμένετε, έρχομαι κι εγώ μαζί σας...
(Πέφτει στο πλάι και ξεψυχά.)

                                                       ΤΕΛΟΣ
                                               

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Χιονι στις Κεραμάτες

Έπρεπε να χιονίσει για να δούμε άσπρη μέρα...


Το 2017 ήρθε και μαζί του έφερε και δώρα... Θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, παγετό, χιόνι. Ναι, χιόνι στις Κεραμάτες!! Απίστευτο; 


Τα περιβόλια, οι δρόμοι, οι αυλές και οι σκεπές των σπιτιών φόρεσαν τη λευκή επίσημη χειμωνιάτικη στολή τους. Και άναψαν από το πρωί τα καλοριφέρ, τα τζάκια και οι ξυλόσομπες  δίνοντας άνιση μάχη τους ενάντια στο τσουχτερό κρύο. Όμως είναι όμορφα!
  
Σπάνια χιονίζει στην Άρτα και ιδιαίτερα εδώ στον κάμπο. Ίσως... λιγότερο από πέντε φορές τα τελευταία σαράντα χρόνια από ότι θυμάμαι! 

Ας το ευχαριστηθούμε λοιπόν όσο κρατήσει και ας το χαρούμε με αναμνηστικές φωτογραφίες, χιονοπόλεμο ά.. και κανέναν μίνι χιονάνθρωπο γιατί το χιόνι δεν είναι αρκετό... Κρίση έχουμε, όλα με μέτρο, το ίδιο έκανε και η φύση. Χιόνισε, αλλά... με μέτρο. Μην πάρουν και τα μυαλά μας αέρα. 

Ας ελπίσουμε το γεγονός αυτό να είναι σημαδιακό ή καλύτερα... ένας καλός οιωνός για το ότι θα ακολουθήσουν λευκές μέρες στην ψυχή μας και γιατί όχι και στις τσέπες μας. Αρκετά υποφέραμε...







Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Πρόσκληση

Ο Λαογραφικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Κεραματών Άρτας 
σας προσκαλεί να παρευρεθείτε στη μουσικοχορευτική εκδήλωση 
που θα πραγματοποιηθεί στις 29 Ιουλίου 2016 στο κέντρο cafe GARDEN
(5Ο χλμ. Άρτας - Νεοχωρίου)

                                               Το διοικητικό συμβούλιο

                                                           Τιμή εισόδου μόνο για ενήλικες 2 ευρώ

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΑΜΑΤΕΣ


Η πρώτη πηγή που μας γνωστοποιεί την ύπαρξη του χωριού είναι τα αρχεία της Βενετίας,  στα οποία μας γίνεται γνωστό ότι το έτος 1697, οι Κεραμάτες μαζί με πολλά άλλα χωριά της Άρτας, κατέβαλαν φόρο στην Βενετική διοίκηση με αντάλλαγμα την προστασία από τις επιδρομές των πειρατών.

Ο Φρανσουά Πουκεβίλ στο έργο «Ταξίδι στην Ελλάδα», το οποίο εκδόθηκε το 1820 κάνει αναφορά στον στις Κεραμάτες και μας πληροφορεί ότι σε απόσταση δύο μιλίων από τα Καλομόδια υπήρχε μία διασταύρωση και από εκείνο το σημείο, σε απόσταση μισού μιλίου μπορούσε κανείς να φθάσει  στις Κεραμάτες.

Σύμφωνα με το έργο του Σπυρίδωνος Αραβαντινού, «Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή», οι Κεραμάτες υπήρξαν τσιφλίκι του πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου.

Με βάση την εργασία του Κων.Διαμαντή με τίτλο «Η Άρτα και τα περίχωρα αυτής κατά τους χρόνους της επανάστασης», οι Κεραμάτες ήταν ένας μικρός οικισμός με 20 οικογένειες την περίοδο που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στο έργο του «Χρονογραφία της Ηπείρου» μας ενημερώνει ότι, με βάση τον κατάλογο της απογραφής του 1845, οι Κεραμάτες, από πλευρά ιδιοκτησίας, ανήκαν στην κατηγορία «μουατζέλι» και κατοικούσαν σε αυτό 8 χριστιανικές οικογένειες. 

Η έκθεση του Ρωσικού Υποπροξενείου Άρτας, το 1877, μας πληροφορεί ότι στις Κεραμάτες κατοικούσαν 16 χριστιανικές οικογένειες και το χωριό αποτελούσε ιδιοκτησία του Κ.Καραπάνου.

Αναφορά στο χωριό κάνει και ο Ιφικράτης Κοκκίδης στο έργο του «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1880) και μας δίνει την πληροφορία ότι στο χωριό κατοικούσαν περίπου 35 άνθρωποι. 

Ο Ι. Κοκκίδης μας ενημερώνει ότι η επαρχία Άρτας χωριζόταν σε 2 περιοχές: την περιοχή Άρτας και την περιοχή Πρεβέζης. Η περιοχή της Άρτας χωριζόταν με τη σειρά της σε 7 τμήματα: τμήμα Ποταμιάς, τμήμα Βρύσεως, τμήμα Ραδοβυζίου, τμήμα Τζουμέρκων, τμήμα Κάμπου, τμήμα Καρβασαρά και τμήμα Λάκκας. Οι Κεραμάτες αποτελούσαν μέρος του τμήματος Ποταμιάς.

Στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) του Σεραφείμ Ξενόπουλου, μητροπολίτη Άρτας, γίνεται αναφορά στις Κεραμάτες. Σύμφωνα με αυτή την πηγή, την εποχή της επίσκεψης του Μητροπολίτη Άρτας, στο χωριό διέμεναν περίπου 15 οικογένεις ενώ το χειμώνα κατέβαιναν και 40 βλαχοποιμένες. Οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στο ναό της Αγίας Τριάδας, στον οποίο ιερουργούσαν 1 εφημέριος. Κοντά στο χωριό υπήρχε ένας τετράγωνος ναός με αξιόλογες τοιχογραφίες, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1865. Ο Μητροπολίτης Άρτας αναφέρει επίσης ότι στο χωριό υπήρχε σχολείο όπου δίδασκε ο ιερέας και φοιτούσαν 20 μαθητές, οι οποίοι μελετούσαν γεωγραφία, ιστορία, αριθμητική και θρησκευτικά.

Εξίσου σημαντική πηγή, είναι η Οθωμανική απογραφή του 1895  Με βάση λοιπόν αυτή την απογραφή, στις Κεραμάτες κατοικούσαν 7 οικογένειες (χανέδες) με συνολικό πληθυσμό 51 άτομα (25 άνδρες, 26 γυναίκες).

Κατά τη διάρκεια του ατυχή Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, το χωριό απελευθερώθηκε προσωρινά. Όπως αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Ελληνικός στρατός μέχρι το βράδυ της 23ης Απριλίου 1897 είχε ελευθερώσει τα χωριά Κεραμάτες, Γαβριά, Ψαθοτόπι… Καμπή και την πόλη της Φιλιππιάδας. Τελικά με την μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, στις 20 Σεπτεμβρίου οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και υπογράφηκε ειρήνη. Η απελευθέρωση των Κεραματών έλαβε χώρα το διάστημα ανάμεσα στις 6 και 9 Οκτωβρίου 1912, όπου τα πρώτα ελληνικά τάγματα, πέρασαν τη γέφυρα της Άρτας και στις 2 το μεσημέρι απώθησαν τους Τούρκους και εδραιώθηκαν στους Κωστακιούς και την περιοχή Μαρατιού.

Το 1910, η Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης δημοσιοποιεί τα στοιχεία της απογραφής που πραγματοποίησε το ίδιο έτος σε όλη την εκκλησιαστική περιφέρεια και μας πληροφορεί ότι οι Κεραμάτες υπαγόταν στο τμήμα Λούρου και στο χωριό κατοικούσαν 57 άτομα.

Το 1919, οι Κεραμάτες ενώθηκαν με την γειτονική κοινότητα Αγίας Παρασκευής. Η αναγνώριση των Κεραματών ως αυτόνομη κοινότητα έγινε το 1946. Το 1997 η κοινότητα καταργήθηκε και σύμφωνα με το Σχέδιο Καποδίστρια, οι Κεραμάτες αποτέλεσαν δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Αρταίων όπου και παρέμειναν με βάση τη νέα διοικητική διαίρεση που προβλέπει το Σχέδιο Καλλικράτης.

Άλλα στοιχεία
Το χωριό γειτνιάζει με τα χωριά: Κωστακιούς, Αγία Παρασκευή, Ανθότοπος και Καλομόδια.
Ο Ερμής Κεραματών είναι η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού.
#(Σχολείο: 2/Θ Δημοτικό Σχολείο Κεραματών.
Ναός: Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας.
Συνδέεται με δίκτυο Βιολογικής επεξεργασία λυμάτων. 
Οι Κεραμάτες είναι πεδινή, περιστοιχισμένη από εσπεριδοειδή, χτισμένη  κατά μήκος του ποταμού Αράχθου, δίπλα από την πόλη της Άρτας, με έντονη οικοδομική ανάπτυξη.)

Σημαντικά πρόσωπα
Κωνσταντίνος Κατέρος : καταδρομέας, ο οποίος έχασε τη ζωή του στις 22 Ιουλίου 1974, στο καταρριφθέν αεροσκάφος «Νίκη 4», Νοράτλας 52-13, κατά τη διάρκεια της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

(πηγή Wikipedia)