Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Σχολικά θεατρικά Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

                               
                               Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ

   Στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό Κομμένο στις 16 Αυγούστου του 1943. Μια ημερομηνία που θα μείνει αλησμόνητη όχι μόνο στη μνήμη των κατοίκων του χωριού, όσων τελικά επέζησαν, αλλά σε όλη την ανθρωπότητα, για να μας θυμίζει τη θηριωδία και τη βαρβαρότητα του πολέμου…
* (Από τους 776 κατοίκους του Κομμένου της Άρτας οι Γερμανοί σκότωσαν 317 όλους αμάχους, ανάμεσά τους γυναίκες, γέρους, μικρά παιδιά ακόμα και βρέφη!)

Παίζουν: ΜΑΝΑ, ΜΗΤΣΟΣ (πατέρας) ΧΡΗΣΤΟΣ (γιος), ΒΑΣΙΛΗΣ (γιος) ΓΙΩΡΓΟΣ, (θείος), ΑΝΘΗ (θεία), ΚΩΣΤΑΣ (θείος), ΛΕΥΤΕΡΗΣ (γείτονας), ΜΑΡΙΑ (γειτόνισσα)
Μουσική επένδυση: δραματική μουσική, εφέ έκρηξης, εφέ πολυβόλου
Σκηνικά: α) Το εσωτερικό ενός παλιού σπιτιού β) το εσωτερικό ενός δεύτερου σπιτιού (μπορεί και το ίδιο σκηνικό με μικρές αλλαγές).
Κοστούμια –υλικά: ρούχα εποχής του αγρού, μαντήλια για τις γυναίκες, τραγιάσκες για τους άνδρες, μπαστούνι, πάνινο μαντήλι, ταγάρι
Συγγραφέας:  Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)                                     


                                                     ( σκηνή α )

(Ακούγονται μόνο οι φωνές τους)
ΜΑΝΑ:  Χρήστο… Χρήστο, πήγε πέντε η ώρα. Σήκω αγόρι μου να πας στα πρόβατα.
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Τι με ξυπνάς βρε μάνα. Είναι η σειρά του Βασίλη.
                                                                  
(Μπαίνει στη σκηνή η μάνα γκρινιάζοντας)
ΜΑΝΑ:  Η σειρά του είναι… αλλά πώς να πάει; Μόλις πριν μια ώρα γύρισε από το πανηγύρι. Μέχρι και τα ρούχα του βρώμαγαν κρασί. Έπεσε ξερός για ύπνο..
 (Μπαίνει στη σκηνή κι ο Χρήστος τρίβοντας τα μάτια του. Η Μάνα ετοιμάζει το κολατσιό του σε ένα μαντήλι.)
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Κι εγώ τι φταίω!
ΜΑΝΑ:  Πήγαινε εσύ σήμερα και στο υπόσχομαι, τις επόμενες τρεις μέρες θα πηγαίνει ο Βασίλης.
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Εμένα ούτε μια φορά δε με αφήσατε στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου να κάτσω παραπίσω.
ΜΑΝΑ:  Σαν θα μεγαλώσεις κι εσύ θα σε αφήνουμε. Άντε τώρα. Πάρε το κολατσιό. Στο καλό!

(Φεύγει ο Χρήστος με το ταγάρι και το κολατσιό και μετά από δευτερόλεπτα χτυπά η πόρτα.)
ΓΙΩΡΓΟΣ: Μήτσο... Μήτσο! (Ξαναχτυπά) Μήτσο, κοιμάστε;
(Ακούγεται η φωνή του Μήτσου .)
ΜΗΤΣΟΣ: Γυναίκα, πήγαινε να ανοίξεις. (Αναρωτιέται.) Τι να θέλει τέτοια ώρα ο Γιώργος;
(Η Μάνα πηγαίνει προς την πόρτα. Εμφανίζεται ο Γιώργος ανήσυχος.)
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Πού είναι ο Μήτσος;
ΜΑΝΑ:  Ντύνεται. Τι έπαθες μες τα άγρια χαράματα;
(Μπαίνει στη σκηνή κι ο Μήτσος.)
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Πάνω από εκατό Γερμανοί με κάνα εικοσαριά φορτηγά κι ένα τζιπ έχουν περικυκλώσει το χωριό! Η Βαγγελιώ είδε έναν Γερμανό αξιωματικό να ανεβαίνει στο καμπαναριό.
ΜΗΤΣΟΣ:  Άσχημα τα πράγματα! Πρέπει να ψάχνουν τους αντάρτες που τους αναγνώρισε πριν λίγες μέρες η γερμανική περίπολος, να κάθονται με τα όπλα στην πλατεία του χωριού μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Μπορεί να νομίζουν ότι ήταν από το χωριό μας. Φοβάμαι για αντίποινα.
ΜΑΝΑ:  Θεός φυλάξει! Μη λες τέτοια...
ΜΗΤΣΟΣ:  Οι Ιταλικές αρχές στην Άρτα μας διαβεβαίωσαν ότι δεν θα υπάρξει καμιά τιμωρία για το περιστατικό αφού δεν ήταν οι αντάρτες από το Κομμένο.
ΓΙΩΡΓΟΣ:  Δεν ξέρω... Εγώ λέω να φύγουμε από εδώ όσο είναι νύχτα. Να πάμε να κρυφτούμε στα χωράφια με τις πορτοκαλιές κι όταν φύγουν επιστρέφουμε.
ΜΗΤΣΟΣ:  Ποιος πήγε στα πρόβατα;
ΜΑΝΑ:  Ο Χρήστος. Δεν ήθελε να πάει αλλά τι να έκανε αφού ο Βασίλης μόλις πριν λίγο γύρισε.
ΜΗΤΣΟΣ:  Ξύπνα τον κι αυτόν. Πες του να κάνει γρήγορα. Φεύγουμε. Γιώργο τράβα να ετοιμάσεις κι εσύ την οικογένειά σου. Θα συναντηθούμε στο πρώτο γεφυράκι στον αύλακα.
(Φεύγει βιαστικά ο Γιώργος. Μετά ακούγεται μια έκρηξη)

ΜΑΝΑ:  Τι ήταν αυτό;
ΜΗΤΣΟΣ:  Ακούστηκε σαν όλμος!
(Μετά ακούγονται ριπές από οπλοπολυβόλο. Μπαίνει στη σκηνή κι ο Βασίλης ανήσυχος φορώντας μια μπλούζα.)
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Ακούσατε κι εσείς τις ριπές από οπλοπολυβόλο! Καλά τι γίνεται στο χωριό;
ΜΗΤΣΟΣ:  Ήρθαν οι Γερμανοί. Πάρε αμέσως τη μάνα σου και φύγετε. Εγώ δεν θα μπορέσω να σας ακολουθήσω. Το αναθεματισμένο το πόδι μου...
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Θα σε βοηθήσω εγώ πατέρα. Δεν πρόκειται να σε αφήσουμε εδώ. Στην ανάγκη θα σε κουβαλήσω στην πλάτη.
ΜΗΤΣΟΣ:  Να σε καλά λεβέντη μου. Μα...
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Δε πάω πουθενά αν δεν έρθεις κι εσύ. (Του φέρνει το μπαστούνι)
ΜΗΤΣΟΣ:  Καλά, καλά… (στηρίζεται στο μπαστούνι ) Θα. προσπαθήσω να περπατήσω.
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Πού πάμε;
ΜΗΤΣΟΣ:  Στην θεια σου την Ανθούλα, στον Παχυκάλαμο.
ΜΑΝΑ:  Κι ο Χρήστος;
ΜΗΤΣΟΣ:  Γυναίκα, το παιδί θα έχει φθάσει τώρα με τα πρόβατα στο ποτάμι. Εκεί θα είναι ασφαλής. 
                                                             
                                                  ( σκηνή β )
(Βρίσκονται στο σπίτι της Ανθής. Ο πατέρας κι ο Βασίλης κάθονται, η Ανθή κάνει δουλειές του σπιτιού ενώ η Μάνα κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
ΜΑΝΑ:  Είναι απόγευμα και ακόμα δεν έχουμε νέα του. Φοβάμαι!
ΑΝΘΗ:  Αδερφή ησύχασε. Μη γλωσσοτρώς. Καλά θα είναι το παιδί.
ΒΑΣΙΛΗΣ :  Σας είπα να πάω εγώ...
ΑΝΘΗ:  Πού να πήγαινες παιδί μου εσύ με τόσους Γερμανούς εκεί έξω! Ο θείος σου ξέρει τα μονοπάτια μέσα από τα ψαθιά και τις καλαμιές. Θα τον βρει και θα τον φέρει.
(Χτυπάει η πόρτα και μπαίνει ο Κώστας.)

ΜΑΝΑ:  Ο Χρήστος;
ΚΩΣΤΑΣ:  Ηρέμησε. Ξοπίσω μου είναι.
(Εμφανίζεται κι ο Χρήστος. Η μάνα τρέχει και τον αγκαλιάζει.)
ΜΑΝΑ:  Δόξα τον Παντοδύναμο. Ζει!
ΒΑΣΙΛΗΣ:  Οι Γερμανοί έφυγαν;
ΚΩΣΤΑΣ: Μετά το πλιάτσικο έφυγαν...
ΜΗΤΣΟΣ:  Ο αδερφός μου ο Γιώργος; Η νύφη μου, τα παιδιά τους... Ζουν;
ΚΩΣΤΑΣ:  Δεν ξέρω τίποτα γι αυτούς.
ΧΡΗΣΤΟΣ:  Πλήθος κόσμος τρομοκρατημένος από την οργή των Γερμανών ερχόταν προς το ποτάμι που το είχαν αφύλαχτο. Γινόταν πανικός. Όσοι ήξεραν μπάνιο ρίχνονταν στο νερό να περάσουν απέναντι ή πιάνονταν από τα πριάρια που μετέφεραν τον κόσμο. Δεκαεπτά πνίγηκαν όταν μια βάρκα αναποδογύρισε. Γέμισε το ποτάμι πτώματα. Θα ξεβράστηκαν τώρα στον Αμβρακικό. Παράτησα κι εγώ τα πρόβατα και βούτηξα. Το ρεύμα του Αράχθου με παρέσυρε αλλά μπόρεσα την τελευταία στιγμή και πιάστηκα από ένα κλαρί που είχε γύρει προς το νερό…
ΜΑΝΑ:  Σε ευχαριστώ Παναγιά μου! (Σταυροκοπιέται.)
ΜΗΤΣΟΣ:  Το... χωριό;
ΚΩΣΤΑΣ:  Μήτσο καταστροφή! Δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω!
ΜΗΤΣΟΣ:  Λέγε, τι έμαθες;
ΚΩΣΤΑΣ:  Σφαγή... Ολοκαύτωμα!
ΜΗΤΣΟΣ:  Λέγε λοιπόν...
ΚΩΣΤΑΣ:  Βρήκα τον Νίκο καθώς πήγαινα. Κατάφερε και γλίτωσε με μια σφαίρα ψηλά στο ώμο. Έξι ώρες οι Γερμανοί σκότωναν αδιάκριτα, χωρίς οίκτο, άντρες, γυναίκες, γέρους, μικρά παιδιά μέχρι και τους αρρώστους και τους ανάπηρους...
ΑΝΘΗ:  Οι θρασύδειλοι!
ΚΩΣΤΑΣ:  Έμπαιναν στα σπίτια και τα λεηλατούσαν. Ασελγούσαν στα κορίτσια που έβρισκαν μπρος στους γονείς τους… Στο τέλος βάζαν φωτιά και καίγανε τα σπίτια μαζί με τον κόσμο μέσα. Φρίκη!
ΜΗΤΣΟΣ:  Τι... τι λες τώρα!
ΚΩΣΤΑΣ:  Δε σεβάστηκαν ιερό και όσιο! Πρώτα σκότωσαν τον παπά. Ακριβώς έξω από τον προπυλώνα της εκκλησιά της Παναγιάς που την κατέστρεψαν κι αυτή. Στην αρχή τον βασάνισαν και μετά τον πυροβόλησαν στο κρόταφο. Κάποιος βρήκε πιο πέρα στο χώμα το αιματοβαμμένο ευαγγέλιο με μια τρύπα από σφαίρα και το συμμάζεψε.
ΑΝΘΗ:  Ακόμα και την εκκλησιά τα κτήνη!
(Χτυπά η πόρτα. Η Ανθή ανοίγει. Μπαίνει ο Λευτέρης με την Μαρία.)

ΑΝΘΗ:  Περάστε γείτονες. Είναι εδώ και η αδερφή μου από το Κομμένο με την οικογένειά της.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Κι εμείς από το Κομμένο ερχόμαστε. Ψάχναμε τον ανιψιό μας τον Αλέξανδρο…  Είχε πάει το βράδυ στο πανηγύρι κι από τότε δεν τον ξανάδε κανείς. Άστα κυρα-Ανθή!  Έχουν ζουρλαθεί από την αγωνία οι γονείς του.
ΑΝΘΗ:  Να σας φέρω κρύο νεράκι. (Φέρνει το νερό.)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Απίστευτη τραγωδία! Συναντήσαμε εκεί τον Σταύρο, τον ψαρά από το κομμένο που πουλά ψάρια και στο χωριό μας. Τριγυρνά ανάμεσα στα πτώματα με το πουκάμισό του κόκκινο από το αίμα. Έχει σαλέψει εντελώς. Του μιλούσα και δεν καταλάβαινε! Δεν μπορεί να το πιστέψει ότι ξεκληρίστηκε όλη του η φαμιλιά.
ΜΑΡΙΑ:  Είπαν ότι είναι πάνω από τριακόσιοι οι νεκροί. Όλα τα σπίτια καμένα. Απανθρακωμένα πτώματα... μερικά διαμελισμένα. Οι δρόμοι έχουν γίνει κόκκινοι από το αίμα!                                                                    
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Μια έγκυο -τον  Σεπτέμβρη θα γεννούσε η κακομοίρα- αφού την σκότωσαν, την ξεκοίλιασαν και της βγάλαν το νεκρό έμβρυο! Τον άλλο τον παπά που είχε έρθει χθες στους συγγενείς του για το πανηγύρι όχι μόνο τον πυροβόλησαν εν ψυχρό αλλά του βγάλανε και τα μάτια! Απίστευτη βαρβαρότητα από τους ναζί. Παρόμοια δεν έχει ξαναγνωρίσει η Ελλάδα.
ΜΑΡΙΑ:  Έκλαιγα σε όλο το δρόμο με αυτά που αντίκρισα. Μέχρι κι αυτή τη στιγμή τα δοκάρια από τα σπίτια σιγοκαίνε. Καπνός και στάχτη. Στάχτη και καπνός. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει η μυρωδιά καμένης σάρκας. Οι συγγενείς τους, όσοι μπόρεσαν και γλύτωσαν κρυμμένοι μέσα στα χαντάκια, στον αύλακα, στα χωράφια και τις καλαμιές ή κατάφεραν και ρίχτηκαν απέναντι από το ποτάμι, επέστρεψαν και τώρα με πόνο και λυγμούς θάβουν τα πτώματα των δικών τους όπου βρουν, μέχρι και στις αυλές των σπιτιών για να μην τα ξεσκίσουν τα σκυλιά.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:  Πολλά θα μείνουν άθαφτα αφού δεν έχει απομείνει κανείς πλέων συγγενείς να τα θάψει. Ήδη έχουν αρχίσει και μυρίζουν με αυτή τη ζέστη.
ΜΑΡΙΑ:  Πήρα μαζί μου κι ένα τρίχρονο κοριτσάκι που το βρήκα στην αγκαλιά της σκοτωμένης μάνας του. Το καημένο, το καθάρισα από τα αίματα και το άφησα με τα δικά μου παιδιά. Αν δεν το αναζητήσει κάποιος συγγενείς θα το κρατήσω εγώ. Τι τέσσερα στόματα τι πέντε!
ΑΝΘΗ :  Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρό οι Γερμανοί. Αυτό που δεν καταλαβαίνω... γιατί τόσο μίσος!
ΜΗΤΣΟΣ :  16 Αυγούστου 1943 σήμερα. Αυτή τη μέρα θα τη θυμόμαστε σαν ημέρα ντροπής για το ανθρώπινο γένος.
ΜΑΝΑ :  Πάει το σπίτι μας. Τα υπάρχοντά μας! Θυμάσαι Μήτσο με τι κόπο και στερήσεις το φτιάξαμε...  (Βγάζει το μαντήλι και σκουπίζει τα δάκρυά της)
ΜΗΤΣΟΣ :  Αυτά γυναίκα ξαναγίνονται.
ΑΝΘΗ :  Έχει δίκιο ο Μήτσος. Αυτά ξαναγίνονται. Τους νεκρούς ποιος τους γυρίζει πίσω!
ΜΗΤΣΟΣ :  Σηκωθείτε. Πρέπει να πάμε να δούμε τι απόγιναν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί... Μπορεί να μας χρειάζονται τούτη την ώρα. Να βοηθήσουμε τους συγχωριανούς μας. Μαζί στη χαρά μαζί και στη θλίψη.
ΑΝΘΗ :  Θαυμάζω το κουράγιο σου γαμπρέ μου!                                                            
ΜΗΤΣΟΣ :  Έτσι Ανθή μου είμαστε ετούτη η φυλή. Από τη δυστυχία μας παίρνουμε δύναμη και από τις στάχτες ξαναγεννιόμαστε σαν άνθρωποι και σαν έθνος. (Σηκώνεται με τη βοήθεια του μπαστουνιού)  Άιντε! Επιστρέφουμε στο Κομμένο...


                                                        ΤΕΛΟΣ
                                             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου