ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ
Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Σε ένα χωριό της
Ηπείρου, οι γυναίκες ετοιμάζονται να ξεκινήσουν για τους στρατιώτες μας στο
βουνό με σκοπό να καλύψουν κάποιες ανάγκες τους σε φάρμακα και ρουχισμό...
Παίζουν: ΜΑΝΑ, ΕΛΕΝΗ, ΜΑΛΑΜΩ, ΦΡΟΣΩ, ΒΑΣΟΥΛΑ, ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ,
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ, ΘΥΜΙΟΣ, ΔΕΚΑΝΕΑΣ και ΦΑΝΤΑΡΟΣ (7 κορίτσια και 3 αγόρια.)
Σκηνικό: Το δωμάτιο ενός ηπειρώτικου σπιτιού του 1940 με φόντο
στο κέντρο χαμηλά το τζάκι αναμμένο και δεξιά ένα μικρό παράθυρο.
Κοστούμια: Δυο στολές στρατιωτικές, και για τα κορίτσια
μαντήλια για το κεφάλι.
Εξοπλισμός: Ένα χαμηλό τραπεζάκι (τάβλα) με 3 καρέκλες ή
μαξιλάρες. Μια κουρελού. Τρία χαρτοκιβώτια βαμμένα να μοιάζουν ξύλινα. Σχοινί.
Μια μάλλινη μπλούζα. Ένας δίσκος με τρία ποτηράκια.
Μουσική επένδυση: “Γυναίκες Ηπειρώτισσες-Μαρινέλλα, άλλα
τραγούδια του έπους του ΄40
Συγγραφέας: Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)
(Έχει νυχτώσει. Στο σπίτι η
Ελένη τοποθετεί τα πράγματα στο κιβώτιο. Κρατάει στα χέρια της μια μάλλινη
φανέλα.)
ΕΛΕΝΗ : Μάνα, να βάλω και τη φανέλα του παππού;
(Ακούγεται η φωνή της μάνας
από το βάθος.)
ΜΑΝΑ : Βάλε την Ελένη. Έχει κι άλλη ο παππούς. (Μπαίνει κι αυτή
μέσα στην σκηνή.) Καλά που είναι οι άλλες; Χάσανε τον δρόμο!
ΕΛΕΝΗ : Ηρέμησε μάνα. Θα έρθουν...
(Χτυπάει η πόρτα.)
ΜΑΝΑ : Άντε πήγαινε να ανοίξεις.
(Μπαίνουν στη σκηνή και οι
υπόλοιπες γυναίκες πλην της Γιαννούλα. Κρατούν δυο κιβώτια.)
ΜΑΝΑ : Καλώς τες κι ας αργήσατε! Αφήστε τα εδώ. Η Γιαννούλα που
είναι;
ΜΑΛΑΜΩ : Τις χτύπησα την πόρτα μα δεν άνοιξε. Κοίταξα από το
παράθυρο μόνο το καντηλάκι φαινόταν αναμμένο.
ΜΑΝΑ : Καλά. (Ελέγχει τα χαρτοκιβώτια.) Φρόσω. Πόσες κάλτσες
μαζέψαμε;
ΦΡΟΣΩ : 58 ζευγάρια... τέσσερις ντουζίνες φανέλες...
ΒΑΣΟΥΛΑ : Και άλλες τρεις ντουζίνες σώβρακα. Η κυρα-Μήτραινα μου
έφερε έξι. Θα έφτιαχνε κι άλλα μου είπε αλλά της τέλειωσε το μαλλί.
ΜΑΛΑΜΩ : Και η γιαγιά-Τσόφω ξαναπήρε τη ρόκα στα χέρια της κι ας
είναι θεόστραβη. «Αν είναι για τα παλικάρια μας στο μέτωπο θα με βοηθήσει η
Παναγιά να δω», μου είπε.
ΜΑΝΑ : Να 'ναι καλά κι αυτή κι όλες όσες βοήθησαν στο χωριό κι ας
μην είχαν κάποιες δικούς τους ανθρώπους στο μέτωπο.
ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ : Ο Θύμιος έφερε τα φάρμακα;
ΕΛΕΝΗ : Τον καρτερούμε από ώρα σε ώρα, κυρά Γιώργαινα. Ας ελπίσουμε
να μην του κόλλησε το κάρο με τα μουλάρια σε κανένα μονοπάτι κι αργήσει. Καλά,
τι χειμώνας είναι τούτος φέτος θεέ μου!
ΦΡΟΣΩ : Χειμώνας λέει! Το τζάκι δεν σταμάτησε στιγμή να καίει. Δεν
έκανα όμως καλά το κουμάντο μου. Ως τον Γενάρη θα έχουν σωθεί τα ξύλα. Τα έλεγα
στον προκομμένο μου μα εκείνος. τον χαβά του... «Φτάνουν γυναίκα όχι για
έναν αλλά για δυο χειμώνες!» (Σταυροκοπιέται.) Ας είναι καλά θεέ μου εκεί
στα βουνά που είναι.
ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ : Κι εμένα Φρόσω μου, εκείνη η κατσίκα μου στέρεψε. Θα
ναι από το κρύο. Το γάλα δε φτάνει ούτε για τον μικρό όχι για τα άλλα πέντε.
Την έχω δέσει τώρα στη αποθήκη που ΄χω τον αργαλειό. Είναι πιο ζεστά εκεί.
(Σηκώνει αγανακτισμένη τα χέρια ψηλά.) Μπας και κατεβάσει η σκασμένη γάλα. Αν
σταματήσουν να γεννάνε και οι κότες... Χαλασιά μας! ΒΑΣΟΥΛΑ : Σάμπως κι εγώ δεν περιμένω ακόμη το καλαμποκάλευρο από
τον μύλο! Από όταν έφυγε ο μυλωνάς για τον πόλεμο μείναμε όλοι πίσω. Ορίστε! Θα
ετοίμαζα και καμιά μπομπότα για τα φανταράκια μας... ΜΑΛΑΜΩ : Αχ μωρέ Βασούλα. Τι να κάνει κι εκείνο το φουκαριάρικο.
Δεκατριών χρονών νιάνιαρο, με μια μάνα ανήμπορη, πού να εξυπηρετήσει ολόκληρο
χωριό.
ΜΑΝΑ : (Θυμωμένη.) Καλά ρε μουρλές τι κάθεστε κι αραδιάζετε τώρα!
Συλλογιστείτε λίγο τα παιδιά μας, τους άντρες μας που υποφέρουν εκεί πάνω από
κρυοπαγήματα. Από τη μια οι Ιταλοί κι από την άλλη ο χιονιάς... Και κάθεστε και
μουτζοκλαίτε!
ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ : Έχεις δίκιο. Έχεις άντρα και γιο στον πόλεμο...
(Επικρατούν λίγα
δευτερόλεπτα αμηχανίας.)
ΜΑΝΑ : (Μετανιωμένη) Συμπαθάτε με γυναίκες αν σας φώναξα. Μήπως δε
ξέρω τι τραβάτε κι εσείς! (Μετά πάει προς την πόρτα.) Κι εκείνος ο ταχυδρόμος
δε λέει να περάσει να μάθω νέα τους. Έχω σκάσει από την αγωνία μου.
ΕΛΕΝΗ : Μη χολοσκάς βρε μάνα. Καλά θα είναι.
(Χτυπάει η πόρτα.)
ΜΑΝΑ : Άιντε να ανοίξεις. Ο Θύμιος θα είναι.
(Η Ελένη βγαίνει για λίγο
από την σκηνή κι επιστρέφει με την Γιαννούλα)
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ : Γεια σας!
ΜΑΝΑ : Καλώς την κοκότα. Πού γυρνούσες μωρή νιόπαντρη μεσάνυχτα;
Έστειλες τον άντρα σου στον πόλεμο για να ξεπορτίζεις;
(Όλες γέλασαν εκτός από την
Γιαννούλα η οποία ξεσπάει σε κλάματα. Η μάνα τρέχει και την αγκαλιάζει.)
ΜΑΝΑ : Τι συμβαίνει Γιαννούλα; Γιατί κλαις καλή μου;
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ : Ο ξάδερφός μου έστειλε γράμμα στη μάνα του. Ήταν στον
ίδιο λόχο με τον Γιάννη. Ήρθε από το διπλανό χωριό και με βρήκε η θεια μου!
(ξεσπάει σε λυγμούς)
ΜΑΝΑ : Και...
ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ : (Κλαίγοντας.) Τον έχουν στο νοσοκομείο στα Γιάννενα.
Κινδυνεύει να μείνει σακάτης!
ΒΑΣΟΥΛΑ : Έλα μη κάνεις έτσι. Η Παναγιά θα τον φυλάξει.
(Χτυπά τρίτη φορά η πόρτα. Η
Ελένη πηγαίνει κι ανοίγει. Μπαίνει μέσα στη σκηνή ο Θύμιος μαζί με δυο στρατιώτες.
Η μάνα πάει προς το μέρος τους να τους υποδεχτεί).
ΜΑΝΑ : Ελάτε, περάστε. Ελένη, βάλε τους από ένα ποτηράκι τσίπουρο
να ζεσταθούν. Ξεπάγιασαν οι καημένοι. Ζυγώστε στο τζάκι.
(Η Ελένη βγαίνει από τη
σκηνή.)
ΘΥΜΙΟΣ : Γεια σας κυράδες. Φέραμε τα φάρμακα. Οι στρατιώτες θα μας
συνοδεύσουν στο κάρο μέχρι το τελευταίο χωριό. Μετά ξέρετε... Θα συνεχίσετε
μόνες σας. Είναι οχτώ κιβώτια και τέσσερα από ότι βλέπω τα δικά σας...
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : (Κουνάει το κεφάλι.) Θα χρειαστεί να φορτωθείτε και από
δυο στις πλάτες σας!
ΦΑΝΤΑΡΟΣ : Και το χιόνι γίνεται ώρα με την ώρα πυκνότερο!
ΜΑΛΑΜΩ : Είμαστε συνηθισμένες εμείς οι ηπειρώτισσες παιδιά μου.
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Απότομα τα βουνά, γλιστερά και δύσβατα τα μονοπάτια, πόσο
μάλλον να τα διαβεί κάποιος φορτωμένος τη νύχτα. Και πάνω από το κεφάλι σου να
πετούν τα ιταλικά αεροπλάνα… Θαυμάζω το θάρρος και το κουράγιο σας!
(Η Ελένη έρχεται με τρία
μισογεμάτα ποτηράκια σε έναν δίσκο και τους σερβίρει.)
ΒΑΣΟΥΛΑ : Δεκανέα. Έχετε νέα από το μέτωπο;
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Όλες οι επιθέσεις των Ιταλών αναχαιτίστηκαν επιτυχώς.
ΦΑΝΤΑΡΟΣ : Ο Μουσολίνι έχει γίνει θηρίο. Τώρα στέλνει κι άλλους
αλπινιστές.
ΘΥΜΙΟΣ : (Χαμογελάει.) Ας έρθουν άμα κοτούν, να γευτούν κι αυτοί
την ξιφολόγχη του τσολιά!
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Το πρόβλημα είναι με τα αεροπλάνα τους, αλλά κι αυτά στα
τυφλά βομβαρδίζουν!
ΦΑΝΤΑΡΟΣ : Ο πραγματικός εχθρός μας είναι οι πολύ άσχημες καιρικές
συνθήκες...
ΘΥΜΙΟΣ : Ελάτε γυναίκες ας μη καθυστερούμε. Πρέπει να
φτάσετε στους στρατιώτες μας πριν τα χαράματα. Στην υγειά σας!
(Σηκώνουν και οι τρεις τους
ψηλά τα ποτήρια.)
ΔΕΚΑΝΕΑΣ : Με τη νίκη ηρωίδες μας!
ΟΛΕΣ : Με τη νίκη λεβέντες μας!
ΜΑΝΑ :Δεν έχουν ιδέα οι καημένοι οι Ιταλοί με ποιες τα βάλανε!
ΘΥΜΙΟΣ : Δε θα ΄θελα ποτέ να βρισκόμουν στη θέση τους. Χα χα χα!
(Γελούν όλοι. Στο τέλος οι
γυναίκες φορτώνονται στην πλάτη τους τα κιβώτια και ξεκινούν. Ακούγεται το
τραγούδι «Γυναίκες ηπειρώτισσες»)
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου