Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Σχολικά θεατρικά ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ                                     


                      ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ  ΜΕ  ΤΑ  ΣΠΙΡΤΑ
                                                    
  
     Διασκευή του γνωστού παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
 « Το κοριτσάκι με τα σπίρτα »

Παίζουν:   ΑΦΗΓΗΤΗΣ, ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, ΜΑΜΑ, ΔΗΜΟΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ, ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ
Σκηνικά-υλικά:  Χριστ. δέντρο, ξυλόσομπα, κερί, τραπεζάκι τραπεζομάντηλο με πιάτα, μεγάλα σπίρτα ή στικ πυροτέχνημα τούρτας γενεθλίων, καπέλο- ομπρέλα (δασκάλου), σακούλες για ψώνια και χάρτινες συσκευασίες δώρων, κιθάρα, μπαλόνια
Χρονολογική τοποθέτηση:   εποχής ή σύγχρονο
Μουσική επένδυση:   ηχητικά εφέ (άνεμος, όνειρο, θόρυβος πόλης), θλιμμένη μουσική προτείνεται: (www.youtube.com/watch?v=hlsbTcPxZPc )
*Η μουσική είναι πολύ σημαντική για το συγκεκριμένο θεατρικό.
Θεατρική διασκευή:  Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)


                            ΜΟΥΣΙΚΗ(άνεμος)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:    Έκανε κρύο, πολύ κρύο! Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Το φως της ημέρας άρχισε σιγά σιγά να χάνεται κι αυτό. Σε λίγες ώρες θα άλλαζε ο χρόνος. Μέσα σε αυτόν τον  χιονιά, την παγερή εκείνη νύχτα, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο μόνη. Δεν φορούσε όμορφα και ζεστά ρούχα όπως τα άλλα παιδιά. Ούτε σκούφο, ούτε  γάν
τια.  Στο χέρι του κρατούσε ένα κουτί με σπίρτα. Μα εκείνη την ημέρα, παραμονή πρωτοχρονιάς, ποιος είχε το νου του να αγοράσει σπίρτα;
                                             ανοίγει η αυλαία
                        ΜΟΥΣΙΚΗ (θόρυβος πόλης)                                                          
(Κόσμος πάει κι έρχεται. Μια παρέα παιδιών τρέχοντας την παρασύρουν, πέφτει κάτω και στην αναμπουμπούλα χάνει τις παντόφλες της)
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ: (αναστατωμένη ψάχνει) Οι παντόφλες μου… οι παντόφλες μου! Πού είναι οι παντόφλες μου; (δεν τις βρίσκει ποτέ)
                       ΜΟΥΣΙΚΗ (δραματική μουσική)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το κορίτσι έχασε τις παντόφλες της. Οι ίδιες παλιές παντόφλες που τις φορούσε κάποτε η μακαρίτισσα η μητέρα της. Δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. Βάδιζε ξυπόλυτη. Τα πόδια της ήταν από το κρύο παγωμένα, μελανιασμένα. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, άλλοι βιαστικοί λόγω του ψύχους και άλλοι αργά χαζεύοντας τις στολισμένες βιτρίνες των καταστημάτων ενώ, κάποιοι άλλοι, πραγματοποιούσαν τα τελευταία τους ψώνια για να ετοιμάσουν το γιορτινό τραπέζι και να υποδεχτούν με χαρά τον καινούριο χρόνο.
                      ΜΟΥΣΙΚΗ (θόρυβος πόλης)
ΜΑΜΑ:  (Κρατά πολλές τσάντες στα χέρια). Δήμο, Δήμο! Πού πήγε το ευλογημένο; Δήμο!
ΔΗΜΟΣ:  Εδώ είμαι μαμά!                                                      
ΜΑΜΑ:  Σου είπα να μην απομακρύνεσαι; Με τόσο κόσμο τριγύρω θα σε χάσω… Έλα να τελειώνουμε. Έχω κουραστεί να τρέχω από μαγαζί σε μαγαζί.
ΔΗΜΟΣ:   Αν δεν μου πάρεις το τρενάκι να ξέρεις εγώ δεν φεύγω. Μου το υποσχέθηκες εσύ αλλά και ο μπαμπάς!                                                     
ΜΑΜΑ: Γιατί μουτρώνεις; Πριν λίγο καιρό δεν σου πήραμε τα μαλυβένια στρατιωτάκια; Θα σταματήσεις επιτέλους συνέχεια να ζητάς; Θέλω τούτο, θέλω το΄άλλο…
ΔΗΜΟΣ:   Λες ψέματα. Ο παππούς μου αγόρασε τα στρατιωτάκια! Θέλω το τρενάκι…                                                     
ΜΑΜΑ:  Έλα έλα… άσε τη γκρίνια και προχώρα. Θα σου το πάρω. Θεέ μου! ποτέ δεν ευχαριστιέται αυτό το παιδί.                                                    
ΠΑΝΤΕΛΗΣ:  Άσπρα κόκκινα μπαλόνια, για παιχνίδι και στα χιόνια, όμορφα γερά μπαλόνια, θα τα έχετε για χρόνια… Δώρο πάρτε τα στους άλλους, σε μικρούς και σε μεγάλους. Μπαλόνια…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (Φορά καπέλο και κρατά ομπρέλα στα χέρια) Καλησπέρα Μενέλαε! Χρόνια πολλά! Σε βλέπω λιγάκι βιαστικό;                                                     
ΜΕΝΕΛΑΟΣ:  Χρόνια πολλά δάσκαλε. Έψαξα σε τόσα κρεοπωλεία και ακόμα δεν μπόρεσα να βρω γαλοπούλα. Στο τέλος ούτε κότα δεν θα βρω! Η αλήθεια είναι ότι αμέλησα… Έπρεπε να την είχα πάρει από χθες. Ποιος ακούει τώρα τη γυναίκα μου!
ΔΑΣΚΑΛΟΣ:  Κοίταξε και στον Ευάγγελο τον χασάπη. Αυτός ποτέ δεν ξεμένει. Και να μην έχει στο μαγαζί θα σου βρει αυτός. Προσοχή μη σε γελάσει στο ζύγι! Τους χαιρετισμούς μου στην σύζυγο.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Ευχαρίστως δάσκαλε. Τρέχω… τρέχω τώρα μήπως και προλάβω. Καλή Πρωτοχρονιά!
                     ΜΟΥΣΙΚΗ (Άγια νύχτα)
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ: (παίζει κιθάρα) Τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, χίλιες ευχές χαρίζω, κι ο χρόνος τούτος να σας βρει, χαρούμενους ελπίζ!. Ο νέος Χρόνος εύχομαι, πολλές χαρές να δώσει, κι αν ήταν λίγες του παλιού, να μας τις συμπληρώσει!          
                     ΜΟΥΣΙΚΗ (θόρυβος πόλης)                                                        
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ:  Τι κρύο και τούτο. Παγώσανε τα χέρια μου!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: (κρατά δώρα στα χέρια) Και να σκεφτείς το βράδυ θα πέσει ακόμη περισσότερο η θερμοκρασία! Έτσι είπε ο  κουμπάρος μου ο Κωσταντής  που δεν πέφτει ποτέ έξω στις προβλέψεις του για τον καιρό.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ:  Περισσότερο;                                                 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: θα είναι από τις πιο κρύες Πρωτοχρονιές των τελευταίων ετών.                                                                                                       
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ:  Εδώ και τρεις μέρες το τζάκι στο σπίτι δεν σταμάτησε στιγμή να καίει, πρωί βράδυ! Βάζω ξύλα, ξαναβάζω και το αναθεματισμένο το σπίτι δεν λέει να ζεσταθεί με τίποτα.                                                    
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Κι εγώ με την ξυλόσομπα τα ίδια… Με μέτρο τα ξύλα Ευάγγελε. Ο χειμώνας μόλις τώρα ξεκίνησε! 
                                                                                                             
ΝΙΚΟΛΑΣ:  Πήγαινε πιο πέρα κοριτσάκι μου. Δε βλέπεις εμποδίζεις τους πελάτες μου. Πήγαινε αλλού να πουλήσεις! Αυτές τις μέρες περιμένουμε να κάνουμε κι εμείς λίγο τζίρο…  Μία ο ένας με τα ζαχαρωτά, μία ο άλλος με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, μία αυτή με τα σπίρτα… Είναι να μη θυμώνω; (Γυρνώντας σηκώνει αγανακτισμένα τα χέρια). Κι αυτή μπρος την είσοδο!
ΣΩΤΗΡΗΣ: Τι είπες ότι σου πήρανε; (και οι τρεις τους κρατούν κουλουράκια στα χέρια)
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: Ένα κόκκινο ποδήλατο. Έχει μπρος και πίσω μεγάλα φανάρια. Έχει και δυο καθρέφτες στο τιμόνι. Α! και καλαθάκι. Το βάλανε στην αποθήκη για να μου κάνουν έκπληξη. Εγώ όμως μπήκα κρυφά και το είδα! Μάλλον σήμερα το βράδυ θα μου το δώσουνε… Πώς το περιμένω!
ΓΙΑΝΝΗΣ:  Εμένα ένα ξύλινο πατίνι. Πατίνι τους ζήτησα. Ποδήλατο έχω αλλά το βαρέθηκα. Μου το είχε πάρει πέρυσι ο παππούς μου δώρο στη γιορτή μου. Σαν τι άλλο να ζητούσα; Στον αδερφό μου του πήρανε ένα ξύλινο καράβι με λευκά πανιά. Έχει και κανόνια για τους πειρατές…
 ΣΩΤΗΡΗΣ:  Και ποδήλατο έχω και πατίνι. Τους ζήτησα έναν σκυλάκι. Ένα άσπρο μαλλιαρό σαν του Αλέξανδρου... Τελικά μου πήρανε ρούχα! Καινούριο παλτό και πουκάμισο. Α! και δυο βιβλία. Ούτε που τα άνοιξα. Το ένα νομίζω λέγεται «ο γύρος του κόσμου σε 50 μέρες»…
ΓΙΑΝΝΗΣ:  Σε 60 μέρες βρε χαζέ!                                                     
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ:  Α! είστε και οι δυο πέρα βρέχει! Σε 90 μέρες. «Ο γύρος του κόσμου σε 90 ημέρες» είναι ο τίτλος.                                                     
ΣΩΤΗΡΗΣ:  Ας είναι και 100 μέρες! Τα βιβλία να τα διαβάσουν μόνοι τους! Άκου βιβλία! Δε μου φτάνανε αυτά του σχολείου! (συμφωνούν όλοι τους κουνώντας το κεφάλι)                                                            
 (Σιγά σιγά βγαίνουν όλοι από τη σκηνή. Μένει μόνη της)                                                                                        
                             ΜΟΥΣΙΚΗ (δραματική μουσική)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Νύχτωσε για τα καλά και δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα! Πεινασμένη, να τρέμει από το κρύο, συνέχισε να περιπλανιέται στους δρόμους απελπισμένη, ενώ οι άσπρες νιφάδες του χιονιού συνέχισαν να μπλέκονται στα μαύρα μαλλιά της. Κανένας δεν της έδινε σημασία. Οι αυλές και τα παράθυρα ήταν φωταγωγημένα και από όλα σχεδόν τα σπίτια βγαίναν γλυκές μυρωδιές από λαχταριστές λιχουδιές. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ: Βασιλόπιτα! (Πήρε μια βαθιά ανάσα).                                                           
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Βρήκε μία γωνιά απάνεμο ανάμεσα σε δύο σπίτια. Εκεί πήγε και κάθισε, κουρασμένη. Κουλουριάστηκε στην άκρη. Έτριψε τα χέρια, τα πόδια, το κορμί της να ζεσταθεί. Μάταια…  Έτρεμε από το κρύο και το σκοτάδι τη φόβιζε.
                             ΜΟΥΣΙΚΗ (άνεμος)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Όσο περνούσε η ώρα πάγωνε ακόμα περισσότερο και δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, ούτε ένα και ο πατριός της χωρίς άλλο θα την έδερνε. Και στο κάτω-κάτω και στο φτωχόσπιτό τους το κρύο δεν ήταν λιγότερο. Δεν είχαν θέρμανση και η σκεπή ήταν χαλασμένη. Η βροχή και ο παγωμένος αέρας έμπαινε τσουχτερός από τις χαραμάδες κι ας τις είχαν καλύψει με χαρτόνια και σανίδια. Τα χέρια της είχαν παγώσει από το κρύο. 
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ: Αν άναβα ένα σπίρτο… Ένα μονάχα! Ο πατέρας δε θα δει που λείπει. Με τη φλόγα του θα ζέστανα τα δάχτυλά μου.                                                   
(Διστάζει…Τελικά βγάζει ένα σπίρτο και το ανάβει. Ενθουσιάζεται!) Τι όμορφη φλόγα και πόσο ζεστή… Πόσο παράξενη είναι!                  
                        ΜΟΥΣΙΚΗ  (όνειρο)                                                      
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Φαντάστηκε πως καθόταν εμπρός στο τζάκι! Η φωτιά έκαιγε τόσο όμορφα και η ζέστη που σκόρπιζε ήταν τόσο δυνατή! Άπλωσε το χέρι της να το ζεστάνει όταν ξαφνικά… η φλόγα έσβησε μονομιάς.  Η φωτιά έγινε άφαντη και το κορίτσι έμεινε εκεί κρατώντας το καμένο ξυλαράκι του σπίρτου!  Άναψε και δεύτερο σπίρτο…
                       ΜΟΥΣΙΚΗ  (εφέ όνειρο)
 και η φλόγα έπεσε σε ένα μέρος του τοίχου κι ο τοίχος άρχισε να χάνεται και φάνηκε η τραπεζαρία που ήταν από πίσω. Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το τραπεζομάντιλο καθαρό, κατάλευκο. Τα πιάτα ήταν μεγάλα από πορσελάνη. Τα μαχαιροπίρουνα αστράφτανε.  Στη μέση μοσκοβολούσε η ψημένη γαλοπούλα! Ξαφνικά  η γαλοπούλα τινάχτηκε από την πιατέλα, πήδηξε στο πάτωμα και με ένα σάλτο έφθασε εμπρός στο κορίτσι και ύστερα… χάθηκε. Η φλόγα έσβησε και έμεινε μονάχα ο κρύος τοίχος.  Το κορίτσι άναψε και τρίτο…
                           ΜΟΥΣΙΚΗ (εφέ όνειρο)
και τότε βρέθηκε μπρος σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ μεγαλύτερο και πιο όμορφο, από εκείνο που είδε το πρωί από το παράθυρο σε ένα πλούσιο σπίτι. Χίλια κόκκινα κεράκια έφεγγαν πάνω στα πράσινα κλαδιά. Από παντού κρέμονταν μεγάλα πολύχρωμα ζαχαρωτά, χρυσές μπαλίτσες, παιχνίδια, χριστουγεννιάτικα στολίδια και δώρα. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια του να πιάσει ένα μα το σπίρτο έσβησε ξαφνικά. Οι χίλιες χριστουγεννιάτικες φλόγες ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά, ώσπου έφτασαν στον ουρανό και έγιναν άστρα. Ένα από αυτά γλίστρησε και έπεσε ξανά στη γη αφήνοντας μία φωτεινή μακριά ουρά πίσω του.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ: Κάποιος πέθανε!
                                                   
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που την αγαπούσε αληθινά, την χάιδευε και την πρόσεχε, μα είχε πεθάνει κι εκείνη, της είχε πει: «Όταν ένα αστέρι πέφτει, ανεβαίνει μία ψυχή στον ουρανό! »
Άναψε ακόμη ένα σπίρτο...
                      ΜΟΥΣΙΚΗ  (εφέ όνειρο)
Μία λάμψη  σκορπίστηκε ολόγυρα. Μπρος της στεκόταν η γιαγιά! Η καλή της γιαγιά. Το φόρεμά της έλαμπε. Και στην καρδιά είχε ένα χρυσό αστέρι.  Κρατούσε ένα λευκό κεράκι που φώτιζε το πρόσωπό της και το έκανε ακόμη πιο φωτεινό και γλυκό. Γεμάτο αγάπη.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ: Γιαγιά! Πάρε με μαζί σου, γιαγιά! Ξέρω πως θα γίνεις άφαντη όταν καεί το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά, η ψητή γαλοπούλα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια κεράκια. Μείνε, μείνε, σε παρακαλώ ή… πάρε με μαζί σου!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το κορίτσι βιαστικά άναψε ακόμη ένα σπίρτο και ύστερα κι άλλο κι όλο το κουτί για να κρατήσει πιο πολύ τη γιαγιά και το φως ήταν τόσο ζωηρό που έγινε μέρα. Η γιαγιά δεν ήταν πια χλωμή και ταλαιπωρημένη, όπως όταν πέθανε. Είχε μεταμορφωθεί ολότελα. Ήταν όμορφη και χαμογελαστή…
                          ΜΟΥΣΙΚΗ  (δραματική μουσική)

(Το κοριτσάκι απλώνει τα χέρια προς τη γιαγιά. Το ίδιο κάνει και η γιαγιά. Πλησιάζει η μία την άλλη. Τα χέρια συναντιούνται. Η γιαγιά την οδηγεί έξω από την σκηνή)
                                             (κλείνει η αυλαία)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά της και πέταξαν οι δυο τους ψηλά. Εκεί που είναι  το φως και η χαρά. Πέταξαν πολύ ψηλά εκεί που δεν κάνει ποτέ κρύο, ούτε υπάρχει πείνα, ούτε πόνος και λύπη…
                                             (ανοίγει η αυλαία)                                                 
(το κορίτσι είναι ξαπλωμένο στο πάτωμα. Στο χέρι της κρατά το τελευταίο σπίρτο. Γύρω της έχουν μαζευτεί περαστικοί. Κάποιοι κοντοστέκονται λίγο και φεύγουν)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το πρωί οι περαστικοί βρήκαν στη γωνιά του δρόμου το άψυχο κορμί του κοριτσιού. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και έμοιαζε να χαμογελά... Στα παγωμένα της δάχτυλα κρατούσε, το τελευταίο  καμένο σπίρτο! Κάποιοι λυπήθηκαν γιατί είχαν δει και χθες το κοριτσάκι να τριγυρνά μόνη στο δρόμο πουλώντας σπίρτα. Σκέφτηκαν πως… αν είχαν αγοράσει σπίρτα… το κοριτσάκι ίσως… Τώρα είναι αργά! Κάποιοι άλλοι απλά κούνησαν το κεφάλι και συνέχισαν το δρόμο τους. Κανείς τους όμως δεν ήξερε πόσα ωραία πράγματα είχε δει το κορίτσι την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Δεν ήξεραν ότι τώρα ήταν ασφαλή στην ζεστή γεμάτη αγάπη αγκαλιά της γιαγιάς της. Δεν ήξεραν πόσο χαρούμενη κι ευτυχισμένη ήταν πια…  Δεν ήξεραν!


                                                      ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου