Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Σχολικά θεατρικά ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

                                                 ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

  Πρόκειται για τον μύθο για το θρυλικό γεφύρι της Άρτας που τη μέρα το χτίζανε και το βράδυ γκρεμίζονταν μέχρι που…

Παίζουν: ΑΦΗΓΗΤΗΣ, ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΠΟΥΛΑΚΙ, ΜΑΘΗΤΑΔΕΣ (χωρίς αυτοί με περιορισμό αριθμού)
Σκηνικά: Το γεφύρι
Κοστούμια - υλικά: χάρτινα φτερά (πουλί), ρούχα λερωμένα οικοδομής, λευκά μαντήλια για το κεφάλι, μυστρί, σκεπάρνι, κουβά, σχοινί, μεγάλες ορθογώνιες πέτρες (χάρτινες)
Μουσική επένδυση: δραματική μουσική, ήχος σφυριών, τιτίβισμα πουλιού, ήχος νερού που κυλά
Θεατρική διασκευή: Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός) 


       (Οι εργάτες δουλεύουν ενώ ο πρωτομάστορας επιβλέπει, σιωπηλός και προβληματισμένος)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες.
                                                                 
ΜΑΘΗΤΑΔΕΣ: Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.

      (Μπαίνει στη σκηνή το πουλάκι. Όλοι ξαφνιάζονται. Σταματούν και το κοιτάζουν)
ΠΟΥΛΑΚΙ: Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.
     (Ο Πρωτομάστορας χαμηλώνει προβληματισμένος το κεφάλι. Μια κοιτάζει το πουλί μια το γεφύρι. Τέλος στενοχωρημένος απευθύνεται στο πουλί.)
ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ: Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.

      (Το πουλί αποχωρεί από τη σκηνή. Οι εργάτες συνεχίζουν τη δουλειά. Ακούγεται η φωνή του πουλιού.)
ΠΟΥΛΙ: Κυρά. Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.

     (Εμφανίζεται χαρούμενη η Γυναίκα του πρωτομάστορα. Τους χαιρετά από μακριά.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα… τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
ΜΑΘΗΤΑΔΕΣ: Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;
    (Πλησιάζει τον άντρα της)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πα σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω.
    (Την δένουν με το σχοινί για να την κατεβάσουν στα θεμέλια. Σκύβει και παραμένει σκυμμένη στα γόνατα μέχρι το τέλος ενώ οι εργάτες μαζεύονται γύρω της και την καλύπτουν με το σώμα τους να μην φαίνεται. Κοιτούν όλοι σκυμμένοι.)                                       
 ΓΥΝΑΙΚΑ: (ακούγεται η φωνή της) Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα.
    (Ο Πρωτομάστορας σηκώνει ψηλά την πέτρα και τη βάζει πρώτος εκεί που υποτίθεται ότι κατέβηκε η γυναίκα, ενώ οι εργάτες με το μυστρί κάνουν ότι ρίχνουν τη λάσπη.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: (Κλαίγοντας.) Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι...
                                                                (Θυμώνει κι αρχίζει τις κατάρες)
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.                                                                 
ΜΑΘΗΤΑΔΕΣ: Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (Ήρεμη.) Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.



                                                              ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου