Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

σχολικά θεατρικά Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ (ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ)
                                                   

                                             Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

Στηρίζεται στη γνωστή παραβολή του Ασώτου υιού…

Παίζουν: ΑΦΗΓΗΤΗΣ, ΜΑΝΑ, ΜΑΡΙΑ, ΑΔΕΡΦΗ, ΓΙΑΓΙΑ, ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ, ΑΡΕΤΗ, ΚΑΚΙΑ, ΠΑΤΕΡΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, ΠΑΠΠΟΥΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΓΑΜΠΡΟΣ
Σκηνικά: Το εσωτερικό ενός αγροτικού σπιτιού
Κουστούμια- υλικά: σακάκι(πατέρας), νυφικό (Μαρία), σκούπα, ποδιά, μαντήλι (μάνα), λευκό σεντόνι, κλαράκι ελιάς για στεφάνι (Ηρακλής), 6 βέργες κοντά στο μισό μέτρο, ένα μήλο, τσουγκράνα (Γιώργης), πιάτα, ποτήρια, μπουκάλι, πλεκτό με βελόνες, κέντημα
Μουσική επένδυση: δημοτικά τραγούδια που παίζονται στους γάμους, δραματική μουσική, απαλή μουσική
Συγγραφέας: Λεωνίδας Κωστής (εκπ/κός)


                                         σκηνή (α)   (ΟΙ ΒΕΡΓΕΣ)
 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Κάποτε,κάπου στην ελληνική ύπαιθρο, ζούσε μια όμορφη κι αγαπημένη οικογένεια. Ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά. Όλοι τους εργάζονταν στα χωράφια από το πρωί μέχρι  το βράδυ. Η σκληρή δουλειά τους απόδιδε  και τους αντίστοιχους καρπούς. Τίποτε δεν τους έλειπε. Μοχθούσαν μεν κουράζονταν, καμιά φορά γκρίνιαζαν, όμως ήταν ευτυχισμένοι…

(Η μάνα συγυρίζει το σπίτι. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει θυμωμένος ο Γιώργης. Αφήνει την τσουγκράνα)
ΜΑΝΑ: Καλώς τον λεβέντη μου!
ΓΙΩΡΓΟΣ: Πού είναι;
ΜΑΝΑ: Ποιον ψάχνεις;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Την μικρή. Πού είναι;
ΜΑΝΑ: Την αδερφή σου την Μαρία; (χαμογελάει) Τι πάθατε;                                                                                  
ΓΙΩΡΓΟΣ: Μου πήρε το άλογο και γύρισα με τα πόδια από το χωράφι. Πού είναι μάνα;                                                                   
ΜΑΝΑ: Ε… καλά, μη κάνεις έτσι! Αδέρφια είστε.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Άμα την πιάσω στα χέρια μου… (φεύγει παίρνοντας και την τσουγκράνα)
(Μπαίνει η Μαρία)
ΜΑΝΑ: Σε ψάχνει ο Γιώργης.
ΜΑΡΙΑ: Τι με θέλει μάνα;
ΜΑΝΑ: Να σε βάλει δήμαρχο! Τι να σε θέλει; Καλά πήρες το άλογο και τον παράτησες αυτόν στο χωράφι;
ΜΑΡΙΑ: Του είχα πει βιάζομαι. Αυτός αργούσε. Καλά να πάθει!(φεύγει αδιάφορη παίρνοντας το μήλο πάνω από το τραπέζι)

(Ξανάρχεται ο Γιώργος)
ΓΙΩΡΓΟΣ: Άμα την πιάσω, βρε άμα την πιάσω… (κάθεται)
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γεια σας. Τι πάθατε και φωνάζετε έτσι;
ΜΑΝΑ: Καλώς τον! Δως μου το σακάκι.
ΓΙΩΡΓΟΣ: (σηκώνεται νευρικά) Πατέρα, η Μαρία μου πήρε το άλογο. Γύρισα με τα πόδια φορτωμένος το τσουβάλι με το καλαμπόκι στην πλάτη! Κουβαλούσα και στα χέρια το τσαπί και τα άλλα εργαλεία. Ούτε την τσουγκράνα της δεν πήρε! (δυσφορεί) Δεν νιώθω τα χέρια μου. Δεν θα την πιάσω…
ΜΑΝΑ: Καθίστε τώρα να σας ετοιμάσω να φάτε. Κι εσύ μη κάνεις έτσι. Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ για ένα πιάτο φαί, εσείς δε θα σκοτωθείτε τώρα για ένα άλογο! (βγαίνει από τη σκηνή)
ΠΑΤΕΡΑΣ: Έχετε καιρό τώρα που τρώγεστε μεταξύ σας.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν φταίω εγώ!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιώργο, πήγαινε έξω και κόψε έξη χοντρές βέργες από τη σκαμνιά.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι τις θες;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Κάνε ότι σου λέω.

(Ο Γιώργος, βγαίνει από τη σκηνή και σε λίγο ξαναμπαίνει με τις βέργες. Η μητέρα έχει επιστρέψει και στρώνει το τραπέζι)
ΓΙΩΡΓΟΣ: Καλές είναι αυτές;                                                                                 
ΠΑΤΕΡΑΣ: Μια χαρά είναι. Γυναίκα, φώναξε και τα άλλα δυο παιδιά.
(Η μάνα βγαίνει από τη σκηνή ακούγεται να φωνάζει τα ονόματα των παιδιών κι επιστρέφουν όλοι  μαζί.)
ΠΑΤΕΡΑΣ: Μπείτε στη σειρά. Πάρτε τώρα από ένα κλαρί. Σπάστε το. Τι με κοιτάτε; Σπάστε το! (τα σπάνε) Πάρε τώρα Βασίλη και σπάσε και τα τρία κλαριά μαζί. (δεν μπορεί) Η σειρά σου Μαρία.(ούτε εκείνη) Δοκίμασε κι εσύ που είσαι ο μεγαλύτερος. (το ίδιο) Είδατε παιδιά μου όταν είναι ένα το κλαρί σπάει εύκολα. Όταν όμως είναι τρία μαζί κανείς δεν μπορεί να τα τσακίσει. Γι αυτό πρέπει να είστε πάντα μονιασμένοι και αγαπημένοι στη ζωή σας. Άντε βάλτε μου ένα κρασί και καθίστε να φάμε.
ΜΑΡΙΑ: Πάω εγώ πατερούλη.
ΠΑΤΕΡΑΣ: (η Μαρία φέρνει το κρασί, ο πατέρας σηκώνει το ποτήρι) Ενωμένοι στα εύκολα, ενωμένοι και στα δύσκολα!                                                
                                                                             
                                      σκηνή (β)  (ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Σαν ήρεμο ποτάμι κυλούσε η ζωή τους, έτσι και ο χρόνος. Και καθώς κυλούσε ο χρόνος τα παιδιά μεγάλωναν. Το ποτάμι όμως είναι απρόβλεπτο. Κανείς δεν ξέρει ποτέ τι μπορεί να κατεβάσει….

(Η Μάνα συγυρίζει το σπίτι ή μαγειρεύει, η γιαγιά πλέκει και ο Βασίλης κάθεται σκεφτικός.)
ΜΑΝΑ: Είσαι καλά Βασίλη;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Καλά είμαι.                                                                       
ΜΑΝΑ: Εγώ σε γέννησα, εμένα δεν με ξεγελάς. Κάτι έχεις. Τον τελευταίο καιρό σε βλέπω ανόρεκτο… Νιώθω κάτι να σε απασχολεί… Πάντως δεν είσαι ο παλιός γελαστός Βασίλης, με τα αστεία σου, τα πειράγματά σου.
ΒΑΣΙΛΗΣ: Από εσένα δεν μπορώ να κρυφτώ. Έχεις δίκιο. (την κοιτάζει) Μάνα θα φύγω!
ΜΑΝΑ: (ξαφνιάζεται) Θα φύγεις; Τι εννοείς θα φύγεις;
ΒΑΣΙΛΗΣ: (αποφεύγει να την κοιτάζει) Θα φύγω. Θα πάω στην πόλη. Θα ψάξω για δουλειά. Θα μείνω εκεί. Βαρέθηκα αυτή τη ζωή…
ΓΙΑΓΙΑ: Ποια ζωή; Άσχημα περνάς; Με τους γονείς σου τον αδερφό σου, την αδερφή σου…                                                                       
ΒΑΣΙΛΗΣ: (την διακόπτει)Τις κότες, τα γουρούνια… Γιαγιά, θέλω να πάω να ζήσω κι εγώ όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Να φοράω καθαρά ρούχα, να κάνω τις βόλτες μου ανάμεσα σε καλοντυμένο κόσμο, να πηγαίνω σε ωραία μαγαζιά. Καινούριους φίλους καινούριες παρέες… Δεν θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή με ένα τσαπί στο χέρι!
ΓΙΑΓΙΑ: Αυτό το τσαπί σας μεγάλωσε και σας έκανε άντρες. Νομίζεις παιδί μου ότι είναι πιο εύκολα τα πράγματα εκεί κάτω στην πόλη; Να μην κοιτάς τους λίγους που κατάφεραν και βολεύτηκαν και περνάν καλή ζωή. Να κοιτάς τους πολλούς που δουλεύουν όλη μέρα και πέρα δεν τα βγάζουν. Μένουν σε στενάχωρα σπιτάκια, μέσα στη βρωμιά, τον θόρυβο, το καυτό τσιμέντο… Μπορεί να τα λέω επειδή είμαι γριά αλλά ποτέ δεν θα αποχωριζόμουν τούτον εδώ τον παράδεισο. (δείχνει) Τούτη τη φύση με όλα τα αγαθά της, που μας χάρισε απλόχερα ο Θεός. Δες τα άνθη της μηλιάς. Της αχλαδιάς… Τι χρώματα είναι αυτά! Τι ομορφιά. Μύρισε το άρωμά τους…
ΒΑΣΙΛΗΣ: (την διακόπτει) Γιαγιά το έχω αποφασίσει. Μάνα το έχω πάρει απόφαση. Θα φύγω.
ΜΑΝΑ: (πιάνει με τα δυο της χέρια το κεφάλι) Δεν θα το αντέξω αυτό!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ειλικρινά σας αγαπώ όλους. Κι εγώ στενοχωριέμαι που θα ζήσω μακριά σας. Ξέρω θα μου λείψετε, όμως πιστέψτε με… δεν μπορώ άλλο εδώ! (μένουν για λίγο σιωπηλοί) Μάνα θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Να μιλήσεις στον πατέρα να μου δώσει κάποια χρήματα… Θα τα επιστρέψω! Να μπορέσω να ξεκινήσω μια καινούρια ζωή.                                                         
                                                                                                                       
                           σκηνή (γ)  (Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ένας άνεμος φύσηξε όχι όμως σαν αυτόν που χαρίζει ζωή στα πανιά των πλοίων, στα φυτά, στα ζώα, στους ανθρώπους. Ένας άλλος άνεμος. Ο άνεμος της θλίψης, του πόνου…  
                                                              
(Ο πατέρας κι ο παππούς καθισμένοι πίνουν το κρασάκι τους.)
ΠΑΠΠΟΥΣ: Μη χολοσκάς γιέ μου. Έτσι είναι τα παιδιά. Μακάρι να είχαν τη δική μας πείρα! Όμως είναι νέοι. Το αίμα τους βράζει. Έχουν τις ανησυχίες τους, το σαράκι τους. Ποτές δεν ικανοποιούνται με όσα καλά κι αν τους δώσει ο Θεός. Σάμπως κι εσύ δεν ήσουν κάποτε νιος. (τον ακουμπά στον ώμο, χαμογελά) Τι τράβηξα εγώ με εσένα, όταν ερωτεύτηκες την γυναίκα σου. Όταν χάλασε το προξενιό… θυμάσαι; Την πήρες μόνος σου! Πέντε μέρες κρυβόσασταν στο εκκλησάκι του Αη Λια. Σας ψάχναμε. Όλοι νομίζαμε ότι είχατε φύγει για την πόλη. Μέχρι που σας τσάκωσε ο παπάς… Ή μήπως τα έχεις ξεχάσει! Χα χα χα!
ΠΑΤΕΡΑΣ: (αγέλαστος) Τι με συμβουλεύεις γέρο; Τι να κάνω;
ΠΑΠΠΟΥΣ: Άσε το παιδί να πάει στο καλό του. Άφησέ το να παιδευτεί, να βρει μονάχο το δρόμο του.                                                                                   
(Μπαίνει ο Βασίλης)                                                                                  
ΒΑΣΙΛΗΣ: Γεια σου πατέρα. Παππού πώς πάει το χέρι; Το κουνάς καθόλου;
ΠΑΠΠΟΥΣ: Εσείς οι νέοι χρειάζεστε και τα δυο χέρια. Εμείς οι γέροι βολευόμαστε και με ένα. Ευτυχώς είναι γερό το άλλο να μπορώ να ξύνομαι. Χα χα χα!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Κάθισε Βασίλη να μιλήσουμε. Πατέρας με γιο.
ΠΑΠΠΟΥΣ: (ο παππούς σηκώνεται απευθυνόμενος στον Βασίλη) Άντε να φεύγω κι εγώ. Σαν πολύ κάθισα και η γιαγιά σου θα ανησυχεί μη με ξελόγιασε καμιά νέα και όμορφη κι όχι τίποτε άλλο… αλλά θα χάσει την σύνταξη! Χα χα χα!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Στο καλό παππού!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Λοιπόν. Θα σου δώσω όλα τα λεφτά που είχα μαζεμένα για να ξεπληρώσω το χωράφι που αγοράσαμε με τα αμπέλια. Ο Κωστής μου είπε ότι δεν χρειάζεται τώρα τα χρήματα και μπορεί να περιμένει. (πίνει λίγο κρασί) Κάποτε γιε μου, ο Ηρακλής, κάθισε σε ένα ερημικό μέρος και άρχισε να σκέφτεται και να αναρωτιέται για το ποια θα είναι η οδός που θα πρέπει να ακολουθήσει στην ζωή του. Τότε είδε να εμφανίζονται και να κατευθύνονται προς το μέρος του δύο πολύ ψηλές γυναίκες. Η μία γυναίκα φερόταν πολύ σεμνά, ήταν καθαρή και ντυμένη με λιτά και όμορφα ρούχα. Η άλλη γυναίκα ήταν επιδεικτική. Φορούσε πολυτελή και πανάκριβα ρούχα…

(Εμφανίζεται ο Ηρακλής. Τυλιγμένος στο σεντόνι. Κρατά ένα μακρύ ραβδί. Στο κεφάλι ένα λεπτό στεφάνι ελιάς. Προχωρά. Δεν ξέρει ποιον δρόμο να ακολουθήσει. Κάθεται σταυροπόδι και συλλογίζεται. Εμφανίζεται από τα αριστερά πρώτα η κακία εύθυμη, όμορφη, βαμμένη και στολισμένη φανταχτερά και κατόπιν από τα δεξιά η Αρετή απλή και σοβαρή)
 ΚΑΚΙΑ: (Κάνει κύκλο γύρω του ενώ του χαϊδεύει τα μαλλιά) Βλέπω Ηρακλή, ότι αυτό που σκέφτεσαι είναι το ποιος θα μπορούσε να είναι για σένα ο καλύτερος τρόπος ζωής. Έχω να σου πω λοιπόν, ότι να αποφασίσεις να με ακολουθήσεις, θα περάσεις μία πολύ όμορφη ζωή χωρίς να καταβάλεις καμμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Ό,τι και αν είναι αυτό που επιθυμείς, θα μπορούσες πολύ εύκολα να το αρπάξεις από τους άλλους και όχι να προσπαθήσεις να το αποκτήσεις με την δική σου προσωπική εργασία. (με νάζι) Αυτό που μπορώ να σου προσφέρω είναι την εύκολη απόλαυση όλων σου των αισθήσεων και θα ζεις μόνο για να απολαμβάνεις.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Και ποιο είναι το όνομά σου κυρά μου;
ΚΑΚΙΑ: Οι φίλοι μου με φωνάζουν…(υποκλίνεται) Ευδαιμονία! Οι εχθροί μου (κάνει έναν μορφασμό απέχθειας) με φωνάζουν… Κακία!
ΑΡΕΤΗ: (πάντα σεμνή) Κι εγώ έρχομαι να σου μιλήσω, διότι γνωρίζω τους γονείς σου και τους προγόνους σου και έμαθα τον τρόπο που ανατράφηκες. Όλα αυτά μου δίνουν την ελπίδα ότι θα με ακολουθήσεις. Δεν θα προσπαθήσω όμως να σε εξαπατήσω, ούτε και θα σου υποσχεθώ απολαύσεις χωρίς κόπους και χωρίς την προσωπική σου προσπάθεια. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να σου παρουσιάσω την ζωή, έτσι όπως την έφτιαξαν ο Θεός. Δηλαδή, θα πρέπει να περιποιείσαι και να ευεργετείς τους φίλους σου, εάν θέλεις να σε αγαπούν και εκείνοι. Πρέπει να εργάζεσαι και να κοπιάζεις για τον τόπο σου, αν θέλεις οι άνθρωποι του τόπου σου να προοδεύσουν…                                                           ΚΑΚΙΑ: (τη διακόπτει) Βλέπεις πόσο δύσκολα και κοπιαστικά έργα σου προτείνει αυτή η γυναίκα, αγαπητέ μου Ηρακλή!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Και ποιο είναι το δικό σου όνομα;
ΑΡΕΤΗ: Αρετή με λένε!
(Αποχωρούν πρώτα οι δυο γυναίκες και κατόπιν ο Ηρακλής)
                                                                           
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο Ηρακλής αρνήθηκε τον εύκολο δρόμο της Κακίας. Διάλεξε τον δρόμο της Αρετής. Δύσκολος δρόμος αλλά κάποτε θα φτάσεις. Και θα είσαι ευτυχισμένος. Εύχομαι γιε μου τον ίδιο δρόμο να πάρεις κι εσύ.

                                        Σκηνή (δ)   (Ο ΓΑΜΟΣ)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τα χρόνια πέρασαν. Η Μαρία μεγάλωσε. Αγάπησε έναν νέο. ΟΙ γονείς τους δώσανε τα χέρια. Μαζί και την ευχή τους. Η νύφη και ο γαμπρός. Ο γαμπρός και η νύφη. Δεν λάμπουν από ευτυχία; Η πλατεία του χωριού κατάμεστη από τους καλεσμένους που ήρθαν να χαρούν με τη χαρά τους, να γλεντήσουν και να τους ευχηθούν…                                                                                  
(Η νύφη, ο γαμπρός και οι υπόλοιποι χορεύουν. Η μάνα, ο πατέρας και η συμπεθέρα κάθονται στο τραπέζι.)
ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ: Να μας ζήσουνε συμπέθερε! (σηκώνουν τα ποτήρια). Συμπεθέρα δεν λέω, καλή η νύφη… χαδιάρα και ψηλή, κορμί σαν κυπαρίσσι. Σαν τις νεράιδες όμορφη, λευκή σαν περιστέρα. Αλλά και γαμπρό που σας δίνουμε! Τι να πω… Μάνα του είμαι και θα πεις, μάνα είναι και παινεύει το γιό της, όμως όλος ο κόσμος το μελετά όλος ο κόσμος το λέει. Παιδί εργατικό, τίμιο, λεβέντης.  Ό,τι ακουμπά χρυσάφι γίνεται, ασήμι ό,τι πιάνει. Όλες του χωριού οι νιες τον λαχταρούν, οι νιοι τον εζηλεύουν!
ΜΑΝΑ: Έτσι είναι συμπεθέρα μου. Ευτυχία κι αγάπη να ‘χουνε μέσα από την καρδιά μου.
ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ: Μπορεί να μην έχουμε πολλά συμπεθέρα μα θα βοηθήσουμε κι εμείς τα παιδιά στο ξεκίνημά τους. Το χωράφι στη ρεματιά θα το γράψουμε στα παιδιά. Καλό είναι, γόνιμο, κοντά στο νερό…  και το δικό τους σπιτικό σαν θελήσουν να φτιάξουν πάλι δίπλα τους θα ΄μαστε. Σάμπως κι εμείς έτσι δεν ξεκινήσαμε συμπεθέρα, μη σου πω από το τίποτα και παρόλα αυτά μεγαλώσαμε ολόκληρη φαμίλια! Θέληση να υπάρχει κι όρεξη και για τα άλλα, έχει ο Θεός!                                                                                   
ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ: Η κουμπάρα… η κουμπάρα να σύρει τον χορό!
ΚΟΥΜΠΑΡΑ: Πρώτα να δώσω τις ευχές μου: (παίρνει ένα ποτήρι στα χέρια)
«Εύχομαι το στεφάνι σας, διαμάντια να γεμίσει
και να σας τρέχουν τα καλά, σαν το νερό στη βρύση!
Γαμπρέ τη νύφη να αγαπάς, κορώνα να την έχεις
και σαν τα μάτια σου τα δυο, πάντα να την προσέχεις!                                   
Νύφη μου πετροπέρδικα, που περπατάς στα αλώνια,
σου πρέπουνε παινέματα, να σου τα πουν τα αηδόνια!
Όσα άνθη έχει ο Μάιος και ο χειμώνας χιόνια,
Τόσα σας εύχομαι κι εγώ, ευτυχισμένα χρόνια!»
 (Έρχεται η νύφη και ο γαμπρός μες την τρελή χαρά.)
ΜΑΡΙΑ: (ξαφνιάζεται) Μάνα πάλι κλαις! Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι μέρα που είναι.
ΓΑΜΠΡΟΣ: Έλα, σήκω και χόρεψε πεθερά σε τούτη τη χαρά μας. Για χάρη της κόρη σου αλλά και τη δική μου.                                                                                     
ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ: Άντε σήκω. Στο ζητά ο γαμπρός και η νύφη.
ΜΑΝΑ: Μια μεγάλη χαρά, δεν μπορεί καμάρια μου, να σκεπάσει μια μεγάλη λύπη… Αχ, να ΄ταν εδώ ο Βασιλάκης μου!

                                    σκηνή (ε)  (Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Όπως λέει και το τραγούδι… η ζωή έχει γυρίσματα. Ο χρόνος μπορεί για τη μάνα να μην είναι ποτέ γιατρικό όμως μπορεί να φέρνει τα πάνω κάτω, φυσικά… και το αντίθετο!

(Μάνα και θεία συζητούν καθισμένες πλέκοντας ή κεντώντας.)                              ΑΔΕΛΦΗ: Είχε χρόνια να ξαναγίνει τέτοιος γάμος! Και ο γαμπρός αλλά και η νύφη σαν αστέρια λάμπανε. Κίνησε ο αυγερινός κι αντάμωσε την πούλια…  Άντε και στα άλλα σου τα παιδιά, αδερφή! Τώρα… γιατί κλαις; Ξέρω… έφερες πάλι στο νου σου τον Βασίλη!
ΜΑΝΑ: Μήπως τον έχω βγάλει και ποτέ! Πέντε χρόνια κι έξι μήνες…
ΑΔΕΛΦΗ: Πάψε να μαραζώνεις. Καλά θα είναι το παιδί εκεί… εκεί που είναι. Θα το δεις. Θα γυρίσει μια μέρα… παιδί της πόλης τώρα πια, προκομμένος, με όμορφα ρούχα, αρωματισμένος και δεν θα τον αναγνωρίσουμε.  (της πιάνει το χέρι) Αδερφή! Κάνε πέτρα την καρδιά σου. Μη ξεχνάς ότι έχεις σύζυγο και άλλα δυο παιδιά που σε έχουν κι εκείνοι ανάγκη… (χτυπά η πόρτα) Άσε, θα σηκωθώ εγώ. (ανοίγει) Βασίλη!                                                                                             (Τρέχει η μάνα και τον αρπάζει σφιχτά στην αγκαλιά της.)                                    ΜΑΝΑΒασίλη μου, παιδί μου! (κλαίει από χαρά)                                  
ΒΑΣΙΛΗΣ:  (Δεν δείχνει χαρούμενος) Μάνα, ήρθα να σας δω. Μπορώ να φιλοξενηθώ για λίγο καιρό στο σπίτι σας. 
ΜΑΝΑ: Να φιλοξενηθείς στο σπίτι; Τι είναι αυτά που λες; Ρωτάς αν μπορείς να μείνεις στο δικό σου σπίτι; (τον αγκαλιάζει και πάλι) Σε ευχαριστώ Παναγιά μου… Άκουσες τις προσευχές μου γιατί κι εσύ είσαι μάνα! (σταυροκοπιέται) Βγάλε τα ρούχα σου. Θα σου φέρω καθαρά. Τρέχω να σου ετοιμάσω κάτι να φας. Σίγουρα θα πεινάς μετά τέτοιο ταξίδι! (φεύγει από την σκηνή)
ΑΔΕΛΦΗ: Να φεύγω κι εγώ. Σαν πολύ στρώθηκα εδώ. Να ΄ξερες Βασίλη πόση χαρά έδωσες σήμερα στη μάνα σου! Και πόση χαρά θα δώσεις στον πατέρας σου μόλις σε δει!                                                                                   
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ντρέπομαι θεια. Κοίτα με πως κατάντησα…
ΑΔΕΛΦΗ: (τον πιάνει από τα χέρια) Να μη ντρέπεσαι παιδί μου. Η ζωή είναι σαν τον ουρανό. Μία έχει ήλιο και γελάει, μία έχει σύννεφα και κλαίει. Πόσο χάρηκα που σε ξαναείδα! Γεια σου αγόρι μου, γεια σου! (Τον αγκαλιάζει και φεύγει, ενώ μπαίνει ο πατέρας)
ΠΑΤΕΡΑΣ: (ξαφνιάζεται) Βασίλη… γιε μου Βασίλη! (τον αγκαλιάζει, μετά κάνει σαν τρελός πηγαίνοντας πέρα δώθε, φωνάζοντας) Γύρισε ο γιος μου! Γύρισε…
(επιστρέφει και η μάνα)
ΜΑΝΑ: Τι κάνεις έτσι χριστιανέ μου. Θα σου έρθει καμιά συγκοπή!
ΠΑΤΕΡΑΣ: (χαρούμενος) Σου το έλεγα… Θα γυρίσει το παλικάρι μας! Δεν σου το έλεγα;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Πατέρα δεν ξέρω αν πρέπει να χαίρεσαι. Απέτυχα. Σκόρπισα όλα τα λεφτά που μου έδωσες…                                                                                
ΠΑΤΕΡΑΣ: Τα λεφτά! Χα χα χα! Ποιος νοιάζεται για τα λεφτά; Μπορείς με αυτά να αγοράσεις τα πάντα όχι όμως αξιοπρέπεια, ούτε ευτυχία. Αυτά τα δυο πρέπει να αγωνιστής να τα κερδίσεις. Τι αναπάντεχη χαρά και τούτη! Γυναίκα βράσε νερό. Πάω να σφάξω τον κόκορα. Ποιο κόκορα… για τον γιο μου το αρνάκι!
ΜΑΝΑ: Ποιο αρνάκι χριστιανέ μου και το Πάσχα που [ερχεται τι θα σουβλίσουμε; (ο πατέρας φεύγει) Πάει τρελάθηκε από τη χαρά του ο πατέρας σου.(του φέρνει καθαρά ρούχα)  Έλα φόρα τούτα τα ρούχα. Δικά σου είναι. Καθαροπλυμένα και σιδερωμένα περίμεναν στο συρτάρι σου πότε θα τα ξαναφορέσεις! Θα πεινάς. Τρέχω να σου φέρω κάτι να φας.                                                                         
(Ο Βασίλης μένει μόνος. Κοιτάζει γύρω του το σπίτι, τα αντικείμενα, σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Γιώργος με την τσουγκράνα στο χέρι.)                                                                                 
ΓΙΩΡΓΟΣ: (εντελώς ψυχρά) Μπα! Καλωσόρισες!
ΒΑΣΙΛΗΣ: (σηκώνεται να χαιρετήσει τον Γιώργο όμως εκείνος τον αποφεύγει) Καλώς σε βρήκα Γιώργη! Γύρισα…                                                                         ΓΙΩΡΓΟΣ: Γι αυτό είδα τον πατέρα με το μαχαίρι στο χέρι να σέρνει το αρνί από τα πόδια; (ειρωνικά.) Εγώ δυο κοτούλες του είπα να σφάξει τις προάλλες που μαζευτήκαμε με τους φίλους μου και με ειρωνεύτηκε: Και ποιος θα κλωσήσει τα αυγά εγώ; Έτσι είναι. Πάντα σου είχε αδυναμία! Και τι θα κάνεις; Θα ξαναφύγεις πάλι;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ποτέ ξανά. Θέλω να ξαναδουλέψω στα κτήματα, μαζί σας.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Από την εμφάνισή σου και μόνο… μπορώ να υποθέσω ότι δεν πρέπει να πλούτισες!                                                                                
ΒΑΣΙΛΗΣ: Έτσι είναι. (σκύβει το κεφάλι.) Έχω μετανιώσει. Το παιδικό μου όνειρο,  έγινε τελικά εφιάλτης. (σηκώνει το κεφάλι.) Μου λείψατε…
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εγώ και η Μαρία δουλεύαμε από την ανατολή μέχρι και τη δύση του ήλιου για να  ξεπληρώσουμε το χωράφι…
ΒΑΣΙΛΗΣ: Καταλαβαίνω Γιώργο. Έχεις δίκιο. Σπατάλησα όλο το κομπόδεμα τις οικογένειας. (κάθεται στην καρέκλα κι σκύβει το κεφάλι.) Στην αρχή που υπήρχαν τα λεφτά περνούσα καλά. Μα κι αυτά κάποτε τελειώνουν. Οι υποτιθέμενοι φίλοι όσο είχα χρήματα όλα καλά, μετά με εγκατέλειψαν όλοι τους. Αναγκάστηκα να δουλεύω σε ξένα χωράφια για ένα ξεροκόμματο. Να δέχομαι τις προσβολές του καθενός. Να κυκλοφορώ με βρώμικα ρούχα. Ήθελα να επιστρέψω όμως… ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν πολύ. Όμως δεν άντεχα άλλο να ζω μακριά σας. Γι αυτό πήρα την απόφαση και ήρθα. Δεν ζητώ τίποτα. Ούτε μερίδιο από την περιουσία. Δεν με ενδιαφέρουν πια τα πλούτη μόνο να είμαι μαζί σας.  Μου λείψατε! Όμως, αφού είμαι ανεπιθύμητος θα φύγω Γιώργο… (σηκώνεται) Πάντως, χάρηκα που είστε όλοι καλά.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Ούτε καν στον γάμο της αδερφής μας δεν ήσουν!                                                                                                           
ΒΑΣΙΛΗΣ: (ξαφνιάζεται) Παντρεύτηκε η Μαρία; Η μικρή μας Μαρία κι εγώ… (κατεβάζει το κεφάλι και κάνει να φύγει)                                                                ΓΙΩΡΓΟΣ: (του κλείνει τον δρόμο) Στάσου! Δεν με νοιάζουν τα λεφτά. Δεν είναι αυτά που φέρνουν την ευτυχία. (τον πιάνει από τα μπράτσα) Αυτό που δεν μπορώ να σου συγχωρέσω είναι ότι μας εγκατέλειψες! Τα βράδια πολλές φορές κοιτούσα το άδειο κρεβάτι απέναντί μου κι έκλαιγα σαν μωρό.  Σαν την παραβολή με τον Άσωτο υιό που μας έλεγε ο πατέρας! (τον αγκαλιάζει) Σιγά μην σε ξαναφήσω να φύγεις ποτέ!
                                                                     
              

                                                         ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου